Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Οι Λιμενόγατες


"Αυτές δεν ήρθανε για ψάρεμα εδώ" της Άννυ Β.


Καθόμουνα στο λιμάνι, σκοτάδι και ζέστη, σίγουρα πριν τις δώδεκα μα όχι μετά τις δύο. Περίμενα το κορίτσι να σχολάσει, να πάω να το πάρω σαν ιππότης απ' τη δουλειά με το ποδήλατο, να τη φορέσω σα λουλούδι στο μπράτσο μου να κόψουμε σουλάτσα το κέντρο ντυμένοι και οι δυο με τα γαμάω-τάο Σαββατιάτικα ρούχα μας.

Ο κόσμος χαλαρός, απολαμβάνει την βραδινή βολτίτσα του τώρα που 'χει δροσιά, τα πρωινά δεν υποφέρεται. Μπροστά, πίσω απ' τη θάλασσα οι γερανοί υψώνονται σκοτεινοί και ψυχροί δίπλα σε μεγαλειώδεις λόφους από σκουπίδια. Το κίτρινο φως της πόλης τους καλλωπίζει, μπάζα κι ατσάλι γίνονται ζωγραφιά. Σκυλιά τσακώνονται κάπου στο βάθος, φαντάζομαι για το ποιος θα κατουρήσει τελευταίος το μεγαλύτερο δέντρο.

Θείες κι ανήλικα σουλατσάρουν το πλακόστρωτο δίπλα απ' τα ψαροκάικα ευτυχισμένοι. Η δημαρχάρα μας φρόντισε να βάλει και φοίνικες σ' αυτό το σημείο. Αν σταματήσεις να σκέφτεσαι για λίγο μπορεί να πιστέψεις πως είσαι στη Φλώριδα. Ή έστω, στο Βάι.

Γουστάρω που οι περαστικοί είναι ανέμελοι, που έχουν όλες τις άμυνες κάτω. Και τι να φοβηθούνε δηλαδή? Εδώ δεν είναι Αθήνα, Σικάγο, Παλαιστίνη. Εδώ μέρα μέσα νύχτα έξω όλα πάνε καλά, ομαλά, νορμάλ. Τι τραγικό θα μπορεί να συμβεί σε ένα τόσο βαρετό μέρος? Γιαυτό μένουν σ' αυτή την πόλη, για τον ίδιο λόγο που δεν την αντέχω. Κι όμως, με επηρεάζει θετικά όταν υπολογίζω προσεκτικά τις δόσεις.

Πονάει ο κώλος μου σ' αυτά τα παγκάκια. Ποτέ δεν τα χώνεψα τα παγκάκια της παραλίας. Δεν είναι φτιαγμένα για άραγμα, είναι φτιαγμένα για κάθισμα. Όλοι τους το ξέρουν, είναι κοινό μυστικό πως το καλό δεν είναι για πολύ. Μπορείς να καταλάβεις πως έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους αν τους παρατηρήσεις. Φαίνονται άνετοι με τα ραντάκια και τα καινούρια παπούτσια τους και τις κυριλέ δερμάτινες τσαντούλες τους, μα τους προδίδει μια μικρή συστάδα από ρυτίδες στην άκρη των ματιών, ένα σφιξιματάκι δίπλα απ' τα χείλια.

Απ' την άλλη, δυο τύπισσες απέναντί μου είναι εντελώς στα αρχίδια τους. Σαραντάρες και χοντροκομμένες, μιλάνε πιο δυνατά απ' οποιονδήποτε άλλο σε ακτίνα διακοσίων μέτρων. Φωνάζουν και γελάνε, κάθονται στις πτυσσόμενες πολυθρόνες τους και πίνουνε πεντακοσάρες μπύρες απ' τα λίντλ. Έχουν ρίξει στο νερό δυο καλάμια απ' αυτά τα σούπερ ντούπερ με τα φωτάκια και τα κουμπιά και τα όλα τους και ψαρεύουνε σκατόψαρα μεσάνυχτα Αυγουστιάτικου Σαββατόβραδου.

Τα κοριτσούλια βαράνε πασαρέλα μπροστά μου δυο ώρες τώρα με τα αχνούδωτα μπουτάκια τους και τα παριζιάνικα επικίνδυνα τακούνια, με τα μαλλιά ολόισια σαν πράσα, πασαλειμένα στα μούτρα με μπογιές, βρεγμένα με αρωματικά υγρά, ψάχνουν και ψάχνονται. Τραβάνε προς Παλιά, πάνε να κλειστούν σε εκείνα τα κτίρια με τον καπνό, το ελεεινό κρασί, το δήθεν αλάνι μπουζουκτσή και την χαμογελαστή τραγουδιάρα με τα κόκκινα τσιμπουκόχειλα και τα μεγάλα βυζιά. Ξέρεις τι λέω. Αυτά, που πάνε αυτές οι τύπισσες κι εκείνοι οι τύποι, αυτά που έχουν μια ιμιτασιόν αίσθηση χάι κλας γκαλά, που σε φωτογραφίζουν ξεπεσμένοι φωτογράφοι κουμπωμένοι με αρντάν ως το λαρύγγι για να αντέξουνε τη βάρδια, και εσύ ανεβάζεις τις περίλαμπρες στιγμές σου στο φέισμπουκ με το λόγκο του μαγαζιού από κάτω λες και είσαι κάποιος.

¨ΠΑΡΙ ΦΛΑΣ! Η ΝΤΙΝΑ ΑΠ' ΤΟ 3o ΠΟΥ ΤΑ 'ΧΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΤΟΝ ΤΡΕΛΑΚΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΕΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΑ ΤΟΥ TAMPôN!"

Ψωνάρες.

Για αυτές τις ψαροπούλες όμως μπροστά μου δεν έχει τακούνι. Δεν έχει κολάν που σφίγγει τους κώλους και πιέρ καρντό. Ποιο Σαββατόβραδο? Τι μέικαπ, ποια μάσκαρα? Όχι, αυτές δεν τα χρειάζονται τέτοια λούσα. Δεν νομίζω πως τις νοιάζει. Έχουν τις μπύρες τους, τα καλάμια τους, φρέσκο δόλωμα σε ένα κουβαδάκι από γιαούρτι και η μία την άλλη. Ίσως κάποιο μικρό σκυλί, ή πέντε γάτες. Ίσως κάποιο παιδί στο σπίτι, ή σε κάποια άλλη πόλη. Μπορεί ασφαλιστικά μέτρα για κάποιον βίαιο πρώην, ή μια κατάκοιτη μάνα στο κρεβάτι ξεχασμένη στη γωνία δίπλα από ένα μικρό λόφο φάρμακα. Άρλεκιν, πλεκτά, ένα πάγκο στη λαϊκή. Ένα πιστό δονητή στο συρτάρι με τα βρακιά και τις φανέλες. Μια αριστερή προβοκατόρικη συνέλευση που τους προσφέρει άφεση αμαρτιών για ένα καταστροφικά αποτυχημένο χτες και φω ελπίδα για ένα αύριο ελαφρώς πιο ντιζαϊνάτο από σήμερα, μα στην ουσία το ίδιο. Για κορίτσια του καλού Χριστού δεν τις κόβω πάντως. Μου φαίνεται πως δεν ξέρουν καν να ψαρεύουν, ακόμα και εγώ που δυο φορές έχω πετάξει πετονιά στη ζωή μου βλέπω πως κάνουν λάθη.

Δεν είναι για ψάρεμα εκεί αυτές. Είναι λιμενόγατες, απ' αυτές που πηδάνε μέσα-έξω απ' τα καΐκια, με τη γούνα σκληρή απ' το αλάτι, ελπίζοντας να τσιμπήσουν κάνα γαύρο και δυο χάδια. Είναι τουρίστριες, μόνο που αντί για Σκιάθο ή Μετέωρα κατεβαίνουν μέχρι την άκρη της πόλης. Και ποιος μπορεί να τους πει τίποτα? Καλύτερα είναι μπροστά απ' το λάπτοπ, εθισμένος στο πίου-πίου του μέσσεντζερ? Τις νοιώθω. 'Εχουνε στήσει το τσίρκο τους στη μέση του κόσμου, μονάχα για πάρτη τους. Γελούν τα μάτια τους λες και 'χουν τον ήλιο στην τσέπη.

Μια τρίτη της παρέας έσκασε μύτη με ταλαιπωρημένο παπί, πάρκαρε ακριβώς από δίπλα μου κάτω απ' το φοίνικα, και οι δύο ρόδες μέσα στο παρτέρι. Με κοίταξε στα μάτια για δύο δευτερόλεπτα, της χαμογέλασα. Αναγνωριστήκαμε, συνεννοηθήκαμε. “Τι λέει αλάνι?” μου χαμογέλασε πίσω. Σήκωσα τους ώμους. Έγνεψε προς το παπί, χωμένο μες στα πράσινα αιχμηρά φύλλα και είπε αλήτικα “για να μην το φάει ο ήλιος”. Οι άλλες δυο την εντόπισαν και αρχίσανε τα σφυρίγματα και τις φωνές. Γύρισε και τις χαιρέτησε λαϊκά και φωνακλάδικα, σαν νταβατζής, ή ταρίφας, ή λιμενεργάτης. Ή, σαν νταβατζής λιμενεργάτης που κάνει και ταξί τα σουκού. Η μία έπιασε μια ακόμα καρέκλα και την άνοιξε, έβγαλε μια μπύρα απ' το ψυγειάκι και της την πέταξε στον αέρα. Αυτή την άρπαξε άνετα, την άνοιξε και άρχισε να ρουφάει, χωρίς τσουγκρίζματα και μαλακίες, χωρίς τίποτα.

Καπνίζουνε και οι τρεις αλυσιδωτά μάλμπορο. Φοράνε βρώμικα τζιν παντελόνια και φαρδιές μπλούζες. Έχουν τα μαλλιά τους κοντά ή κότσο και χειρίζονται τα σώματά τους με όσο λιγότερη θηλυπρέπεια είναι δυνατόν. Αν τις κοιτούσες από την κατάλληλη γωνία θα τις πέρναγες για τρεις Αμερικάνους μπαρμπάδες. Η μια φοράει πράσινο τζόκει καπέλο ΟΤΕ. Κάθε τρείς και λίγο το γυρίζει ανάποδα για να δώσει έμφαση στα λεγόμενά της, και μετά το ξαναγυρνάει μπροστά.

Δεν φαίνεται να τις νοιάζει τι γίνεται γύρω τους. Άσε τις πιτσιρίκες να πουτανιάσουν σου λέει. Άσε τους μικρούς να ξερογλείφονται σαν διψασμένες ύαινες. Άσε τους κάγκουρες να καγκουριάσουν, άσε τις θείες να πνιγούν στην μικροπρέπεια και το λιβάνι. Άσε τους κυριλέ να πλερώ για τα μάτια ρετσίνα με ανθρακικό ντεμέκ σαμπάνια, να σκάνε ένα μηνιάτικο για συκωτάκια κότας εισαγωγή από Τουρκία μασκαρεμένο ως γκουρμέ. Άσε και τους δήθεν στα μαγαζιά από πίσω μας να πίνουν μπόμπα τσίπουρα πιο στριμωγμένοι κι απ' τις σαρδέλες στην κονσέρβα που τους πλασάρουνε για φρέσκο θαλασσινό μεζέ.

Ποιός χέστηκε?

Η μπύρα μου τέλειωσε γρήγορα. Στράγγιξα το μπουκάλι σα βαμπίρι και βάλθηκα να ξεκολλάω νευρικά τα χαρτάκια. Οι λιμενόγατες με αναστάτωσαν, τις ζήλεψα σαν παιδάκι που δεν του πέρνουν παγωτό, γύρισαν το μυαλό μου σε παλιούς εαυτούς. Σε άλλους συντρόφους και μέρη, σε εποχές που τα μάτια γυαλίζανε κόκκινα απ' τον ήλιο και οι πατούσες αγγίζανε χώμα, άμμο και καυτή πέτρα. Άσπρα τα μαλλιά απ' τ' αλάτι, σκούρο το δέρμα, βρώμικα ρούχα, ιδρώτας, οτοστόπ και μυαλό καθαρό, όσο να 'ναι. Ένα χαρούμενο γυφτάκι με το χαμόγελο του λύκου.

Έπεσα απ' αυτό το δέντρο, χρόνια πριν. Ωρίμασα, ή σάπισα. Ήρθε η ώρα μου να φυτρώσω και γω, να βγάλω με τη σειρά μου καρπούς και να σταματήσω επιτέλους να 'μαι φρούτο.

Μα είναι αστείο. Τι θα 'λεγε αυτό το φρούτο αν με έβλεπε τώρα? Δες τι φοράω, που μένω, πώς ζω. Πλέον έχω μηνιαίο πρόγραμμα. Υπολογίζω τις μέρες με την ώρα. Στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη έχω πάντα γεμάτο ψυγείο. Έχω 36 διαφορετικά είδη τσαγιών και βοτάνων από κάθε άκρη του κόσμου, άλλα τόσα καρυκεύματα και μπαχαρικά. Έχω τέσσερα είδη καφέ, τριών ειδών λάδι. Έχω διπλό κρεβάτι, και κοιμάμαι κάθε νύχτα ανεξαιρέτως με την ίδια γυναίκα αγκαλιά. Μοκέτες, κουρτίνες, θέρμανση, λάμπες οικονομίας, χύτρα ταχύτητας, αντικολλητικό τηγάνι, ανατομικά μαξιλάρια, ηχοσύστημα, πάπλωμα, ηλεκτρική κουβέρτα, ηλεκτρική σκούπα, φυτά στο μπαλκόνι. Έχω πάντα μπέρμπον στο ράφι και ένα μπουκάλι μπορεί να μου κρατήσει και ΤΡΕΙΣ. ΜΗΝΕΣ. Διάολε, έχω αφρό ξυρίσματος, άφτεσεηβ και μπατονέτες. Μπατονέτες!

Συμμορφώθηκα χωρίς να το καταλάβω νομίζω. Κύλισα στη θέση μου, σαν τη μπιλίτσα στους λαβυρίνθους που έχουνε στην κορυφή τα μπουκαλάκια με τις μπουρμπουλήθρες. Καταβάθος, ξέρω πως ήθελα πολύ να φτάσω εδώ, με κούρασε υπερβολικά και η κατάντια και το νομαδιλίκι. Μα είναι παράξενη αίσθηση. Δεν την έχω συνηθίσει ακόμα αυτή τη φωλιά, αυτό το νέο δέρμα.

Έχω ακόμα κάτι μέσα μου, κάτι φλεγόμενο, ασταθές και ανήσυχο. Κάτι μέσα μου θέλει να γκρεμίσει με κλωτσιές κουνγκ φου αυτό το σταθερό οικοδόμημα που έχω χτίσει γύρω μου. Να σαρίσει επιδεικτικά αυτό το τέλεια οργανωμένο γραφείο και να ξαπλώσει πάνω του την κοκκινομάλλα, γκρό πλαν στο τζάκι, φέιντ άουτ, σκηνή. Ένα κομμάτι μου θέλει να πάει στο περίπτερο και να μεταφράσει το μεροκάματο σε φτηνόμπυρες. Να πατήσω άκυρο στο γκερλ και να πάω να αράξω με τα αλάνια τις λιμενόγατες, να τις κεράσω το βάρος τους σε αλκοόλ, να τους προσφέρω ολόκαρδα τα αυτιά μου. Ποιος ξέρει τι διάολο θα ακούσω πάλι? Δεν θέλουνε πολύ τέτοια τυπάκια. Ξεκινάς να λες δυο μπούρδες και πριν το καταλάβεις ψήνετε πανσέτες στην αυλή. Μέχρι να ξημερώσει, γυρίζεις σπίτι ντίρλα με ένα κουτάβι αγκαλιά και δυο κιλά γλυκοπατάτες απ' τον κήπο στο χέρι.

Με το μαστίγιο κρατιέμαι γαμώτι μου, και πίστεψέ με, και πάλι παραπατώ και μπαλατζάρω. Μα είναι αγάπης αυτές οι βουρδουλιές. Γιατί τις ξέρω καλά τις λιμενόγατες. Όχι τα ονόματά τους, μα είμαστε φίλοι από παλιά. Έχω ξαναράξει μαζί τους τόσες πολλές φορές, σε τόσα μέρη, τόσα πολλά τσιγάρα. Λίγο πολύ, νομίζω τα 'παμε όλα. Φοβάμαι πως πλέον μονάχα θα κοιτιόμαστε αμήχανοι, περιμένοντας τη σειρά μας να μιλήσουμε. Κι αν κάνω λάθος, ε, ας πάω να γαμηθώ.

Καλή ψαριά.

Σούταρα το μπουκάλι στον κάδο, καβάλησα το ποδήλατο (ναι, το ίδιο που σακατεύτηκα τότε, ακόμα το ίδιο έχω) και χάθηκα στα αμαρτωλά στενά να βρω το κορίτσι μου. Να πάω να το πάρω σαν τζέντλεμαν απ' τη δουλειά, να τη περάσω σαν άνθος στο χέρι μου να κόψουμε βόλτες το κέντρο ντυμένοι και οι δυο με τα γαμάω-τάο Σαββατιάτικα ρούχα μας.

Να πάμε να πιούμε τα ίδια ποτά στη μπάρα των ίδιων μπαρ, τσίπουρα απ' τα ίδια τρύπια ποτήρια στις ίδιες τρύπιες ταβέρνες με τους ίδιους τρύπιους ταβερνιάρηδες που πίνουμε χρόνια τώρα. Να πούμε τα ίδια σκέτα καλαμπούρια με τους ίδιους σκέτους τύπους που τα λέμε από το '12. Κάνα τσιγάρο στη γωνία, κεράσματα, μουρμούρα, ανταμώματα, σταυρωτά φιλιά και γέλια, βραχνά και πηγαία. Ποιος ζει, ποιος πέθανε, ποιόν μαχαιρώσαν σ' ενα πάρτυ. Σφηνάκια ρακί λίγο πριν φύγουμε, δεν θέλω άλλο, πούστη θα πιεις. Και μετά κατούρημα δίπλα απ' τους κάδους, και δυο αδέσποτα επίσημη συνοδεία, και να της κρατάω τα μαλλιά όσο ξερνάει. Κλείδωμα τα ποδήλατα, συνετό περπάτημα ως το σπίτι ξημερώματα. Και θερινή καταιγίδα, η πόλη πεδίο μάχης και μεις να πλατσουρίζουμε σαν τα βλαμμένα, μουσκίδι ως το βρακί. Να βγαίνει ο ήλιος και εσύ να κλείνεις τις κουρτίνες. Και καθαρό σεντόνι, ιδρωμένη αγκαλιά, φιλιά, φιλιά και όνειρα, μέχρι το επόμενο Σάββατο, ή την επόμενη ευκαιρία.

Δεν ξέρω αν θα ανέβω ποτέ σε ένα βουνό αρκετά ψηλό για να ερωτευτώ το μεγαλείο του κόσμου, ή αν θα διασχίσω κάποιο ωκεανό τόσο απέραντο που θα μου αδειάσει την καρδιά απ' όσα έχω αγαπήσει. Μα ακόμα και τότε, κάπου κοντά στα ίδια με βλέπω να γυρνάω, κι ας είναι αυτό το κάπου οπουδήποτε. Και θα ΄ναι εύκολο, ναι. Σαν να ΄λειπα δυο βδομάδες διακοπές και ν' ανοίγω πάλι την πόρτα του σπιτιού μου. Σαν να ξεκινάω το ίδιο λατρεμένο βιβλίο για πολλοστή φορά και να μαγεύομαι για μία ακόμα. Σαν ένα ακόμα ανόητο σκυλί της πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου