Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Ανυπόνομος

"Λαδόκολλαλα" της Άννυ Β.


Το λάιβ γάμησε. Ήταν το τελευταίο του τουρ οπότε γίναμε όλοι ελεύθερα σκουπίδια, χωρίς φόβο, πάθος, ενοχές ή το σκεπτικό ότι τουλάχιστον ένας μας πρέπει να μείνει σχετικά νηφάλιος και να το παίξει μπαμπάς. Θυμάμαι είχα πει τον Μπατίρη, “Μπατίρη, είσαι μεθυσμένος?” κι εκείνος έπιασε το καραφάκι το τσίπουρο, το κατέβασε ολόκληρο με μια γουλιά, σαν αφέντης, και μου απάντησε “ξαναρώτα με σε λίγο”.

Συνήθως σε κωμοπόλεις τόσο βόρεια του χάρτη δύσκολα βρίσκεις σωστό μαγαζί που να ανταποκρίνεται στην αισθητική και τη χυμαδιόρικη αμπελοφιλοσοφία που διακρίνει φιλήδονα καθάρματα σαν εμένα και τους ομοϊδεάτες συνοδοιπόρους, μα εκεί ήμασταν νταν. Τα παιδιά είχανε στήσει στέκι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, και στα δικά μας, και το ‘χανε κάνει καλά. Το τοπικό Άλαμο. Ένα χτυπητό ζαφειράκι κρεμασμένο στο λαιμό μιας γριάς καριόλας.

Καταλήξαμε πολύ γρήγορα στο μπαρ του μαγαζιού. Κυρίως γιατί θέλαμε να είμαστε κοντά στην πηγή, μα κι επειδή το πολύ περί ανέμων και υδάτων με τον κόσμο καταντάει πολύ σύντομα να είναι η ίδια κουβέντα με όλους, οι ίδιες απαντήσεις στις ίδιες ερωτήσεις σχεδόν από ανθρώπους σχεδόν ίδιους. Στην αρχή έχει πλάκα μα μετά όχι πολύ.

Ο Κότας τις προάλλες μου έλεγε πως όταν ήτανε μικρός και πειραματιζόταν με τρόπους εγκεφαλικής απενεργοποίησης, έπινε το λάστιχο. Το περιεχόμενο δηλαδή της πλαστικής μαλακίας που έχουνε στους πάγκους των μπαρ και βάζουνε πάνω τα ποτά ώστε να μην χύνονται απ’ έξω και κολλάει το ξύλο. Στο τέλος της νύχτας, κι αφού έχουν πέσει εκεί μέσα τζούρες απ’ ότι μπορείς να φανταστείς, ξύδια στάχτες κι αηδίες, του το βάζανε σε ένα ποτήρι κι αυτός το έπινε. Γενναίος, δε λέω.

Το είπα λοιπόν στο Μιγκάτο που άραζε δίπλα μου, και η άμεση αντίδρασή του ήταν να ρίξει μια γεμάτη ροχάλα μέσα στο πλαστικό. Όταν τον ρώτησα τι κάνεις ώ μαλάκα, απάντησε πως το ‘κανε σε περίπτωση που αποφασίσει ο Κότας να θυμηθεί τα παλιά.

Μετά από λίγη ώρα, φυσιολογικά, είχα μπει μέσα απ’ το μπαρ, είχα πάρει εργολαβία μια μισογεμάτη μποτίλια σέρκοβα καθώς και τον έλεγχο της μουσικής, όλα αυτά σε σαθρή συνεννόηση με τα παιδιά· δεν μου ‘παν δηλαδή “ναι, κάντα λαμπόγυαλο Ορφεάκο, είσαι γαμάτος, όλα δικά σου, χέσε και στη γωνία άμα θες”. Αλλά δεν μου ‘πανε και όχι.

Απ’ την άλλη μεριά του πάγκου τώρα καθόταν όλα τα καλά μου αλάνια, ο Ρεμέτζο, Ο Μπατίρης και ο Μιγκάτο. Τους πότιζα ξέχειλα σφηνάκια κάνοντας άτσαλα ζογκλερικά αλά γαμάω-τάο πτυχιούχος μπάρμαν με το μπουκάλι, και τους έβαζα κομμάτια που αγαπήσαμε παρέα κάτι μίζερους χειμώνες στα υπόγεια και κάτι ξελογιασμένα καλοκαίρια στα νησιά.

Ήταν ένα υγρό όνειρο, ένα σκηνικό που έπρεπε να γίνει κάποτε, λες και μας το χρωστούσε το σύμπαν για όλα τα ξυστά που δεν κερδίσαμε, για όλες τις σφαλιάρες που δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε και για όλα τα κόκαλα που μας κάτσαν στο λαιμό ενώ νομίζαμε πως τρώγαμε φιλέτο.

Στην ουσία, όταν ζεις τη ζωή με το εξάσφαιρο στο χέρι (ή μάλλον το κλαρίνο) σαν το Τζέσσε Τζέημς (ή ίσως το Γιώργο Μάγκα) από κάτι τέτοια πληρώνεσαι. Αυτά σε γεμίζουνε και μένουν. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά ψιλά, θα τα φας και θα τα χέσεις, θα τα καταπιείς αμάσητα ή θα τα φτύσεις, και αργά ή γρήγορα τα περισσότερα θα κυλίσουν μέσα απ’ την κρυφή τρύπα στην τσέπη σου και καρφί στον υπόνομο.

Και εγώ υπήρξα πάντα ανυπόμονος. Πάντα ήθελα το τέρμα, ή την κορυφή τώρα κι αμέσως. Την αρετή της υπομονής άρχισα πολύ αργά να τη σπουδάζω. Τις μέσες λύσεις τις βαριέμαι θανάσιμα και η ισορροπία, ε, απλά ποτέ δεν θέλησε να στεριώσει στη ζωή μου. Άλλωστε κι αυτή η καψερή είναι τόσο λίγη, γρήγορη. Κάποιες μέρες με πιάνει και τρέμω, πως έχω χάσει πολύ χρόνο, δεν θα προλάβω να γεμίσω τα καλούπια. Κατά βάθος όμως ξέρω -πάντα ήξερα- πως το πιο καλό και ειλικρινές που θα μπορέσω να κάνω ποτέ γ’ αυτό τον κόσμο είναι να παίξω αληθινά. Να πω μια όμορφη ιστορία. Να χαρίσω στραβά χαμόγελα, να τα μεταδώσω. Οπότε είχα απ’ την αρχή τα μάτια μου δώδεκα όχι για την καλή, αλλά για την καλή φάση. Και μα το άγιο γαμώτο, δεν μου ‘χει πάει καθόλου άσχημα.

Σύντομα μας διώξανε. Και καλά κάνανε δηλαδή, γιατί η μποτίλια τελείωνε και γαργαλιόμουν να πιάσω μία ακόμα, να τη σκίσω, να τη στύψω μες στα ποτήρια μας να δούμε το άγιο φως ή τα τυφλωθούμε για πάντα. Και πάλι όμως δεν μας διώξανε με τις κλωτσιές, πιο πολύ με το γάντι θα έλεγα, παιδιά κλείνουμε και έτσι. Να ‘ναι καλά τα τσακάλια να γινόμαστε χάλια.

Μια κλασική περίπτωση τοπικού αλανιού που έχει εντοπίσει τα καλά και θέλει να μοιραστεί την ωραία τους φάση, μας πήγε στο πατσατζίδικο της γειτονιάς να στρώσουμε τα μέσα μας. Ο πατσατζο-μαν ήταν όλα τα λεφτά, σαρανταφεύγα και αδύνατος, με βαριά βαλκανική προφορά και ένα μοναδικό, πράσινο τσουλούφι για λοφίο. Τα πατσατζίδικα που είχα επισκεφθεί μέχρι τότε τα ‘χανε γλιτσεροί πότες που νόμιζαν πως βρήκανε την μαγική αναλογία στο σκορδοστούμπι και έχουν ξεμείνει εκεί να γεμίζουν τις κοιλιές τους θαρρείς με την τρόμπα, κερνώντας και καμιά πουτσότριχα στη σούπα σου, έτσι για το καλό.

Ο πατσατζομάν όμως ήταν κάτι άλλο. Το μαγαζί του έμοιαζε με λαϊκό σαϊκεντελάδικο. Πολύχρωμοι τοίχοι, φανταχτερά πανό, κλαρίνα στο ράδιο, κοιλίτσες, ποδαράκια, λιβελούλες, λαδόξιδο και φεύγα. Ανεμοδούρα κουλτούρα, μπαλωμένη απ’ ότι βρήκε στην πορεία. Καθόταν σ’ ένα τραπέζι με τη θεία ή τη μάνα ή τη γυναίκα του και σερφάρανε το διαδίκτυο σε ένα προπολεμικό, βρώμικο λάπτοπ.

Του ζήτησα ότι πιο καυτερό υπάρχει, του είπα συγκεκριμένα, “μαν, θέλω κάτι να πονάει σήμερα, αύριο, μεθαύριο και λίγο τη Δευτέρα”. Μου ‘φερε ένα μικρό μπουκαλάκι που είχε πάνω τυρκουάζ κεραυνούς και έγραφε απλά, λιτά και προειδοποιητικά, I FEEL THE PAIN! Μου ‘πε βαριεστημένα “καλά να πάθεις”.

Και καλά να πάθω. Κάηκα τόσο πολύ ο καριόλης που ξεμέθυσα εντελώς. Ένιωθα να ιδρώνω από κάθε πόρο του σώματός μου, η μύτη μου που είναι όλο το χρόνο κλειστή άνοιξε σαν την γαλαρία των Τεμπών. Το στόμα μου πέρασε σε κάποια καινούρια διάσταση πόνου που το ένιωθα όλο σαν υγρό μέταλλο και ένα ύπουλο γαργαλητό με περπατούσε στο σβέρκο. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως τα μαλλιά μου σηκώθηκαν καρφάκια σαν του Σογκόκου, και αναμφίβολα έτοιμος για την επόμενη πίστα.

Είχαμε δώσει ραντεβού με τους άλλους στου Νώντα. Αυτό, στου Νώντα, ούτε που είναι, ούτε τι είναι, εκεί ήταν η φωλιά. Άμα δεν ήξερες τί και πού δεν χρειαζότανε να πας, και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα σ’ άρεσε.

Δεν αργήσαμε να φτάσουμε, όλα ήτανε δίπλα σε όλα, μπορούσες να γυρίσεις το κέντρο σε ένα τέταρτο. Του Νώντα λοιπόν, ήτανε πέντε τραπέζια γεμάτα κόσμο από το λάιβ έξω από ένα σκοτεινό καφενέ, με τον “καφενέ” να είναι η λέξη που του ταιριάζει γάντι. Μέσα, άλλα πέντε τραπέζια στο μήκος του σκοτεινού, ορθογώνιου μαγαζιού, γεμάτα μπαϊλντισμένους μεσήλικες με μούτρα σαν να τα οργώνει η νύχτα δυο ζωές. Στα αριστερά, ψηλό, μακρόστενο, μαρμάρινο μπαρ και στο βάθος –δίπλα απ’ το τραπέζι που καθόταν οι δικοί μας– μεγάλο, στρόγγυλο τραπέζι με τσόχα για τρελή πόκα και μπαρμπούτι.

Στο μαγαζί επικρατούσε μια ντροπαλή σιωπή. Τα φώτα ήταν τόσο χαμηλωμένα που με τα βίας ξεχώριζες πρόσωπα. Οι θαμώνες σιγανομουρμούριζαν. Δεν υπήρχε καθόλου μουσική και ακόμα και οι αφηνιασμένοι στο τελευταίο τραπέζι ήταν φανερά πιο συνεσταλμένοι απ’ ότι συνήθως. Ήτανε λες και κηδεύανε τη μέρα εκεί μέσα, λες και πίνανε ρακί και τσίπουρο στο όνομα του ήλιου που πνίγηκε και απόψε στα βουνά.

Γνώρισα και τον Νώντα, ένα κτήνος δυο μέτρα που θα μπορούσε άνετα να είναι και τρεις πιτσιρίκοι κρυμμένοι στα ρούχα ενός γίγαντα. Στην αρχή έκατσα και εγώ ήρεμος να πιω, μα καταβάθος τρωγόμουνα κι είχα αποφασίσει απ’ την αρχή να του παίξω κλαρίνο. Κλαρίνο-κλαρίνο, βρώμικο, χυδαίο και πρόστυχο, όχι αυτά που παίζω συνήθως. Να τους παίξω όλους κλαρίνο, το ‘νιωθα μέσα μου σαν προσταγή παρά σαν παρόρμηση, έπρεπε απλά να παίξω κλαρίνο.

Η τσίτα του λάιβ, του τουρ, του καινούριου, της βότκας, του πατσά και του πυρηνικού ταμπάσκου με έκαιγε, και έπρεπε πάση θυσία να τη μεταδώσω σ’ αυτούς τους εικοσπέντε μιζεριάριδες, να ανάψω φλόγα στο μαγαζί και να καώ μαζί τους.

Πήγα και του ‘πα, “Nώντα, θα σου παίξω κλαρίνο”. Μου λέει, “It’s O.K. αλλά όχι πολύ δυνατά γιατί θα ξυπνήσει η μαμά μου.” Δεν έδωσα βάση. Πήγα στο τραπέζι μας, έβγαλα έξω το μαύρο φίδι. Tο έδεσα. Η συμμορία κατάλαβε τι έρχεται κι άρχισε να γλείφεται. Σάλιωσα το καλαμάκι. Έφερα το όργανο στα χείλη και άφησα να ξεχυθούνε από μέσα μου βέβηλες, γύφτικες μελωδίες.

Η αντίδραση ήταν άμεση. Άκουγα να σέρνονται σιγά-σιγά φωνές, ποτήρια να τσουγκρίζουνε, δάχτυλα, χέρια να χτυπάνε μεταξύ τους. Δυο τρία γέλια και ένα όπα στο βάθος. Με κλεφτές ματιές έβλεπα τα λυγισμένα σώματα, μπράτσα να ανασηκώνονται, έπιανα κίτρινα χαμόγελα και ασπράδι από μάτια γελαστά και γουρλωμένα. Είχα ανάψει. Ένιωθα την φλόγα μου να γεμίζει απότομα τον άδειο χώρο, να τσουρουφλίζει τα ματοτσίνορα των δίπλα μου. Να ξυπνάει το μυαλό τους με σφαλιάρες και να γραπώνει την προσοχή τους απ’ το λαιμό.

Τους φώναξα, δεν ξέρω τι τους είπα. Μπορεί να ‘ταν απλά μια κραυγή. Καιγόμουνα. Έβγαλα τη μπλούζα, τη στριφογύρισα στον ουρανό και την αμόλησα μέσα απ’ το μπαρ. Σήκωσα κλαρίνο στο θεό και άρχισα να τρέχω τον καφενέ πάνω-κάτω σαν να με κυνηγάει ο διάολος. Ήμουν ο διάολος. Ο δικός τους, προσωπικός διάολος.

Ποιος ξέρει τι μπορεί να τους έπαιζα. Τα θυμάμαι όλα σαν όνειρο, όλα σε τρίτο πρόσωπο λες κι ήμουν κάποιος άλλος. Λες κι ήμουν και εγώ μια πεντακοσαριά διαβολάκια, μικρά, μαυρισμένα, κερασφόρα και τσιριχτά, ντυμένα στο πετσί του Ορφέα Κάππα.

Μυούσα τους μισοπεθαμένους στο μυστήριο της γύφτικης έκστασης. Σαν ένας πρωτόγονος ιεροφάντης που κρατούσε δαυλιά και ντέφια ντυμένος με βρώμικες προβιές, ούρλιαζα κουνώντας το κοντάρι μου ψηλά μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά με τους λυγισμένους απ’ τον ήλιο φουκαράδες, να τους σηκώσω λιγάκι τις πλάτες, να τους φυτέψω σπόρια για καινούριες ιδέες, να τους ποτίσω με τη λαχτάρα μου για θόρυβο , φωτιά και παραζάλη, για διοχετευμένη υπαρξιακή φρίκη και θυμό, βαρύ και πύρινο θυμό για τη ζωή που είναι ακατανόητη, για το θάνατο που είναι ξένος, για το σύμπαν που είναι τόσο μακρινό και άπιαστο. Για τον έρωτα που είναι αλήτης και για την αγάπη που είναι δύσκολη.

Τέτοια τους έπαιζα, όπως τα χόρευε ο Ζορμπάς. Και κάποιοι τα κατάλαβαν. Άλλοι είπανε ρε το μαλάκα. Μα κάποιοι, κάποιο το πιάσανε και γίνανε αδέρφια μου για λίγο. Καφετζήδες, κακομοίρηδες, μπουζουξήδες και τσογλάνια, για πολύ λίγο, αναστηθήκαμε παρέα, σαν λουλούδια που ανθίζουνε ανθίσαμε και εμείς, εξαρτημένοι εγώ απ’ τα χέρια τους κι αυτοί απ’ την πνοή μου.

Είχα τα μάτια κλειστά και την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο. Και άξαφνα, απόλυτη σιωπή. Κατέβασα το κλαρίνο και τους κοίταξα με απορία. Όλο εξ ολοκλήρου το μαγαζί είχε λουφάξει, οι χοντροκομμένοι θαμώνες είχαν κατεβάσει κεφάλι σαν δαρμένα σκυλιά, ήταν λες και κάποιος μας πάτησε παύση. Αυτή, με πλησίασε από πίσω χωρίς να την πάρω πρέφα. Με άγγιξε στον ώμο και είπε, “Σώπα παιδί μου, είναι αργά θα μας γράψουνε!”. Φορούσε μακριά, ροζ νυχτικιά και ρόλλεϊ στα μαλλιά. Αυστηρή μα γλυκιά, μια γριούλα που σίγουρα δεν κόλωνε, μα και ήξερε πώς να μιλήσει σε ένα μαυριδερό, ημίγυμνο κλαρινογραμπρό.

Με αφόπλισε εντελώς, όλος ο τσαμπουκάς μου κύλισε στο πάτωμα και κάτω απ’ το χαλί. Ένιωσα σαν να κάνω έρωτα στο σπίτι της κοπέλας και ο πατέρας της να μπαίνει απότομα στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Και λίγο-πολύ, αυτή ήταν η περίπτωση. Κάτι μου λέει πως η μαμά του Νώντα κάνει περισσότερο κουμάντο απ’ αυτόν στο μαγαζί.

Τι να ‘κανα, κάθισα, ντύθηκα, έλυσα το όργανο. Ήπια κι εγώ ήσυχα- ήσυχα τσίπουρο, μπύρα ό,τι είχε το τραπέζι. Λιώσαμε όλοι μαζί, παρέα με το γίγαντα. Έφευγε σιγά-σιγά ο λαός, μείναμε τελευταίοι να λέμε ιστορίες για καινούρια και παλιά.

Ξημέρωσε γλυκά, πρώτα μωβ, μετά φουξ, μετά πύρινο, μετά γαλάζιο, μετά άσπρο. Μας χτύπησε ο ήλιος στα μάτια, πειραχτήκαμε, σαν να μας κατσάδιαζε κάποιος πατέρας ή κάποιος διευθυντής με σουφρωμένα χείλια, “τσκ-τσκ-τσκ, τι αρχίδια είστε εσείς ρε, εγώ σας δίνω ζέστη και φως και ζωή και εσείς μου τρυπώνεται στα ανήλιαγα λαγούμια σαν τυφλοπόντικες να δηλητηριάζεστε, ντροπή!”.

Φύγαμε κάπως ενοχλημένοι, τσατισμένοι. Σίγουρα ταλαιπωρημένοι. Μας βάλανε σε ξένα σπίτια. Πλυθήκαμε όπως, όπως. Ξαπλώσαμε σε ξένα κρεβάτια, σκεπαστήκαμε με ξένα σεντόνια. Μα γητευμένοι πια, αληθείς. Έχοντας δώσει ότι αντέχαμε, έχοντας πάρει ότι μπορούσαμε. Ξάπλωσα τελευταίος δίπλα στον Μπατίρη που είχε ήδη βγει εκτός. Ήρεμοι, σε ένα ξένο τόπο ξένοι, με την καλή μας την καρδιά ξεπλυμένη και πράα. Σαν βρέφος που κοιμάται αθώο τον πρώτο του ύπνο, χωρίς να ξέρει στα σίγουρα αν θα ξυπνήσει ξανά.