Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Ω, λα λα!

Έχω την τάση να κρίνω τον χώρο στον οποίο μένω με βάση το πόσο ουρανό βλέπω απ' τα παράθυρα. Τις τελευταίες μέρες, μένω στο δωμάτιο τέσσερα ενός μοτέλ των δεκαπέντε ευρώ τη νύχτα. Το μερίδιο του ουρανού που μου αναλογεί σπάνια υπήρξε μικρότερο.

Βρίσκεται ενάμισι μέτρο μέσα στη γη, πράγμα που σημαίνει πως είναι υγρό, μουχλιασμένο και σκοτεινό. Για δεκαπέντε ευρώ ακόμα θα μπορούσα να ξεκλειδώσω μια πόρτα μέσα στο δωμάτιο που θα μου δίνει πρόσβαση σε ένα κουζινάκι, ένα νεροχύτη κι ένα ψυγείο.

Την πρώτη νύχτα που μπήκα, γύρω στα μεσάνυχτα, το δωμάτιο μύριζε κάτουρο, ιδρώτα, πουτσίλα και μούχλα, όλα μαζί. Η χέστρα μια αηδία. Ούτε σεντόνια, ούτε πετσέτες, ούτε κωλόχαρτο. Το βράδυ κάποια ξελιγωμένα έντομα με βίασαν, κι ακόμα αναρωτιέμαι αν το στρώμα έχει κοριούς, μα δεν έχω το σθένος να το σηκώσω και να δω από κάτω. Προτιμώ να μην ξέρω.

Αυτά τα δωμάτια τα νοικιάζουν κυρίως μπατίρηδες ναυτικοί, οπότε ο ιδιοκτήτης ποτέ δεν έδωσε πολύ σημασία στις ανέσεις, ή στις υποδομές, ή στην καθαριότητα. Τα έπιπλα μοιάζουν να μαζεύτηκαν απ' τα σκουπίδια, χωρίς να καθαριστούν. Στα περισσότερα είναι κολλημένα αυτοκόλλητα από γιαουρτάκια και τσίχλες. Μέσα στη ντουλάπα είναι χαραγμένα καμιά εικοσαριά ονόματα και ημερομηνίες, κάποια ξένα κάποια ελληνικά, όλα αντρικά.

Την πρώτη νύχτα που μπήκα μέσα λοιπόν, κανονικά θα 'πρεπε να 'χω φρικάρει, να πάρω των ομματιών μου και να πάω στο διπλανό ελαφρώς πιο κυριλέ ξενοδοχείο των 25 ευρώ τη νύχτα. Να κάνω ένα ζεστό μπάνιο και να ξαπλώσω στο φρεσκοπλυμένο σεντόνι, μόνος μου, χωρίς μια στρατιά πεινασμένα σκατάκια να με τσιμπολογάνε. Αλλά δεν ξέρω, πείσμωσα. Δεν είχα μείνει ποτέ σε χειρότερο μέρος -χωρίς να μετράμε την ύπαιθρο. Ήθελα να δω πως είναι, να ξέρω αν μπορώ να το διαχειριστώ. Ούτως ή άλλως ούτε λεφτά είχα για πέταμα, ούτε με ενδιέφερε ποτέ ιδιαίτερα η θέα, ή οι ανέσεις, ή οι υποδομές, ή η καθαριότητα.

Μετά από δυο μέρες ένιωθα σαν το σπίτι μου. Πήρε βέβαια μισό μπουκάλι χλωρίνη και ώρες τριψίματος, αερίσματος και γενικού σουλουπώματος. Πίσω απ' τα έπιπλα δεν τολμώ να κοιτάξω, ούτε καίγομαι. Μετά από σκληρά παζάρια μου άνοιξαν την κουζίνα στην ίδια τιμή. Το πρώτο μαγειρεμένο γεύμα ήταν μια μικρή νίκη, απ' αυτές που σε γεμίζουν μ'ένα αίσθημα περηφάνιας, κάτι σαν "φακ γιε, είμαι ενήλικας."

Οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από τσιγαρόχαρτο, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Μέσα σε λίγες ώρες ακρόασης μπορούσες να μάθεις την πλήρη οικογενειακή και γκομενική κατάσταση των υπόλοιπων ενοίκων, καθώς και τις πορνογραφικές προτιμήσεις όσων διέθεταν λάπτοπ. Οι περισσότεροι όμως την κάνουν μετά απο δυο-τρείς μέρες. Σε κάποια φάση που βρέθηκα μόνος στο μοτέλ ένιωσα μια πρωτοφανή μοναξιά χωρίς το μπούρου - μπούρου απ' τις μονίμως ανοικτές τηλεοράσεις και το τζίγκι - τζίγκι απ τα ποτήρια. Άλλες μέρες υπέκυψα στο κλισέ του εργένη ταξιδιώτη και κάθισα να πιω δυο μπύρες βλέποντας χαζομάρες μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Μια άλλη έγινα στουπί και κόντεψα να δείρω τον ρεσεψιονίστ, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ο κοινός χώρος του μοτέλ αποτελείται από δυο θεόβρωμες πολυθρόνες, ένα ξεχαρβαλωμένο τραπεζάκι (κι άλλα αυτοκόλλητα) και ένα παλιό, χαλασμένο ψυγείο γεμάτο περιοδικά. Δίπλα, ένας πάγκος με δυο σκονισμένες καφετιέρες, πλαστικά ποτήρια, καλαμάκια και τρία-τέσσερα βάζα. Ακριβώς από πάνω τους, μια ξεθωριασμένη Α4 κολλημένη με σιλοτέιπ προσφέρει δορεάν καφέ. Όταν έβγαλα το καπάκι του νεσκαφέ αντίκρισα μια μαύρη, συμπαγή μάζα. Όταν άνοιξα το βάζο με τη ζάχαρη είδα μια ψαλίδα να κόβει βόλτες ευτυχισμένη πάνω στα κρυστάλλινα λοφάκια.

Η τηλεόραση μοιάζει έτοιμη να εκραγεί, το ψυγείο τρέχει, τα μάτια της κουζίνας είναι αργά, ο φούρνος δεν δουλεύει, το νερό είναι ελαφρώς καφέ και δεν πίνεται, το ρεύμα κάποιες νύχτες πέφτει, το βράδυ αδέσποτα σκυλιά γαβγίζουν δίπλα στο παράθυρο, η κουζίνα έχει κατσαρίδες. Εκτός αυτού, η πρίζα του φουρνακίου είναι ακριβώς δίπλα του στο ύψος της κατσαρόλας, οπότε αν σου φύγει λίγο νερό, έγινες κροκέτα. Το μπάνιο είναι 1x1 νιπτήρας-χέστρα-ντους στριμωγμένα και το φως κρέμεται από ένα καλώδιο στη μέση του δωματίου. Αν δεν είσαι προσεκτικός με το τηλεφωνάκι, έγινες κροκέτα. Και τέλος, οι σωληνώσεις της τουαλέτας είναι τόσο κοντά στο βόθρο που το νερό είναι πάντα καφεμαύρο και βρωμάει ανελέητα. Πρέπει να πατήσεις καζανάκι τέσσερις φορές για να ξορκίσεις το σκατό στα βάθη, και ακόμα και τότε, αργά ή γρήγορα αυτό θα επιστρέψει παρέα με τους φίλους του.

Με τα πολλά αν μπει εδώ μέσα το υγειονομικό τους έχει γαμήσει τα πρέκια. Γιαυτό και είναι 15 ευρώ τη νύχτα. Χωρίς απόδειξη, 13 όλα μαζί. Είναι βολικό όμως. Γιατί οι ίδιοι δεν σέβονται τον χώρο τους, ούτε εσένα. Οπότε εγώ που πλερώ, δεν έχω καμία υποχρέωση να σεβαστώ ούτε το χώρο, ούτε αυτούς, έτσι? Έτσι. Αλλά τους μιλάω στον πληθυντικό. Όταν κάνω μαλακίες ζητάω συγνώμη και όταν φύγω θα το αφήσω στην τρίχα το δωμάτιο, έτσι, για την ανθρωπιά και το γαμώτο.

Και γενικά, εγώ ξες, ράμπο μ'αυτά, έβγαλα άκρη. Έχω περάσει από τρώγλες επί τρωγλών, κάποιες τις έχω δημιουργήσει από τη μηδέν. Το μόνο που κάπως με δυσκόλεψε ήταν οι αράχνες. Το μοτέλ δεν έχει μόνο αυτές τις συμπαθητικές καρλότες με τα μακριά, λεπτά ποδάρια που αράζουν τσιλ & κουλ στους ιστούς τους. Έχει και πολλές από τις άλλες, τις απειλητικές ταραντουλοειδείς, με τις χοντρές κοιλιές και τα τριχωτά μπούτια. Και είναι παντού οι καριόλες. Τρυπώνουν στις τσάντες, μέσα στα ρούχα μου, είναι κάτω απ' τα έπιπλα, κάτω απ' το κρεβάτι μου, κάτω απ' τα τετράδια, τα πιάτα και το σλίπι μπαγκ μου.

Συνήθως ό,τι βρίσκω να κυκλοφορεί στο χώρο μου με πάνω από τέσσερα πόδια, το λιατσάζω, είμαι φασιστάκος με αυτά. Με τις αράχνες όμως είναι αλλιώς. Τρως τα κουνούπια μου, δεν σ'ενοχλώ. Βασανίζομαι λιγότερο, απολαμβάνουμε και οι δυο τη γλυκιά αρμονία της συμβίωσης. Αν είσαι καλό κορίτσι θα σε ταΐζω και μυγούλες, θα σου βγάλω και όνομα. Στη στη γωνία σου όμως, ή σε αθέατους χώρους ε. Πάτωμα? Θάνατος. Κρεβάτι? Θάνατος. Γραφείο? Θάνατος. Κουζίνα, χέστρα, ντουλάπα, τοίχος, θάνατος. Τις θέλω ή στους ιστούς του ή κρυμμένες στις σκιές. Οι αράχνες είναι η ένοχη ντροπή που έχω ανάγκη για να κοιμάμαι ήσυχος να βράδια.

Δεν γκρινιάζω βεβαίως. Προτιμώ οι γείτονες να μη γνωρίζουν την ύπαρξή τους. Κατά πάσα πιθανότητα αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι παρόμοιας φύσεως προβλήματα μα κάνουμε όλοι μόκο. Ξέρουμε πως δεν θα 'μαστε εδώ για πολύ και δεν μας νοιάζει. Για παράπονα στη διεύθυνση ούτε λόγος, είναι προφανώς και απροκάλυπτα εντελώς στα αρχίδια τους.

Θα μπορούσα να κάνω ένα ντου με χημικά από την πρώτη μέρα, μα φοβάμαι πως θα γεμίσει ο τόπος οργισμένα, τοξικά αραχνάκια που θα κόβουν βόλτες στο μαξιλάρι, στα σώβρακα και τα πιάτα μου. Όσο για τα κουνούπια, θα μπορούσα να πάρω ένα αντικουνουπικό ή ένα φιδάκι, μα δεν διαθέτω να κονδύλια. Οπότε σκάω. Ποδοπατώ ό,τι με ενοχλεί, αφήνω ήσυχο ό,τι εξυπηρετεί την άνετη διαβίωσή μου και κάνω πως δεν τρέχει πράμα.

Τις βλέπω όμως στα όνειρά μου. Στα όνειρα μου έχουν καταλάβει το σπίτι απ' άκρη σ'άκρη. Ιστοί χοντροί σαν πετονιά με παγιδεύουν σαν το Φρόντο σ'εκείνη τη σπηλιά. Αρθρόποδα σε μέγεθος γάτας καραδοκούν σε κάθε σκιά και θέλουν να με διώξουν απ' το παράθυρο. Σε κάποια, φέρνουν τους τσαλαπατημένους τους νεκρούς μπροστά μου και τους τρώνε ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Σε άλλα, κρύβομαι εγώ πίσω απ' τη ντουλάπα όσο αυτές βλέπουν τηλεόραση ή κάνουν καφέ στην κουζίνα. Μια νύχτα που με πιάσαν αναγκάστηκα να κόψω το πόδι μου και να το αφήσω πίσω να το φάνε προκειμένου να γλιτώσω, σαν σαμιαμίδι.

Πάντως, ναι, βγάλαμε άκρη εγώ και το σπίτι. Κι ας είναι το ντους αγχωμένη γιόγκα, κι ας ελλοχεύει η άκρη της κουράδας μέσα στο νερό, πίσω απ' την κιτρινιασμένη πορσελάνη. Βάζω τρίτο πρόγραμμα στο τρανζίστορ και γράφω τις πίπες μου κατεβάζοντας βεργίνες. Τη μέρα σουλατσάρω στην ιχθυόσκαλα και τα λέμε με τις λιμενόγατες. Κάνω μπουγάδα και απλώνω τις φανέλες μου στην αυλή, βγάζω πολυθρόνα στο ηλιόλουστο γρασίδι και παίζω κλαρίνο. Λέω από την πρώτη μέρα να πάω για τρέξιμο στον ντόκο, μα δεν πάω, ποτέ δεν πάω. Όταν μαγειρεύω έρχονται δυο κεραμιδί πουτανίτσες στο παράθυρο, μάνα και κόρη, και τους πετάω τορτελίνια. Της μικρής ήμουν ο πρώτος της, έκανε χου στην αρχή μα τώρα γουργουρίζει σαν να μην υπάρχει αύριο. Όταν με βλέπει κάνει νιαρ - νιαρ και χαϊδεύεται στα παπούτσια μου. Μια γειτόνισσα απ' τη διπλανή μονοκατοικία κάποιες φορές με παίρνει μάτι στο μπάνιο, και τη βρίσκω με το δικό μου αρρωστημένο τρόπο. Φαντάζομαι και αυτή.

Θα βρω και χειρότερα. Λίγο πριν φύγω θα χαράξω το όνομά μου στη ντουλάπα. Θα ξεχάσω τέσσερις πέντε μαλακίες, κι όπως πάντα θα τις θυμηθώ όταν θα 'ναι πια αργά. Η Καρμενσίτα, η Ντουντού, η κυρά Μάρω και η Τσικίτα θα με κατευοδώσουν κρατώντας μικροσκοπικά μπουκέτα με λουλούδια, χύνοντας αραχνένια δάκρυα, κουνώντας λιλιπούτεια μαντήλια. Θα πάρω τα συμπράγκαλά μου, θα πάω στη ρεσεψιόν και ο ρεσεψιονίστ θα μου πει όλο χαμόγελα, γαλιφιά και τάχα μου ευγένεια. "Μας φεύγετε κιόλας καλέ? Πως περάσατε?".

Και εγώ θα του πω με μπρίο, κλείνοντας τα μάτια, σηκώνοντας το χέρι, ενώνοντας δείκτη και αντίχειρα. "Ω, λα λα! Εξαίσια! Εξαιρετικά!"