Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Ντέηντζερους

Καθόμασταν και οι τέσσερις σ’ ένα συμπαθητικό μαγαζάκι, ρακοταβέρνα απ’ αυτές που ξεφυτρώνουν πια παντού κάθε δεύτερο μήνα. Εγώ, ο Βάγγος, αυτή και η άλλη. Η μια δικιά μου, η άλλη δικιά του, έτσι είχε κανονιστεί, από μόνο του.

Τα παιδιά στο μαγαζί μας ξέρανε, ούτε ένα μήνα δεν είχαν που ανοίξανε, και είχανε για το καλό μια νταμιτζάνα τσίπουρο τριπλής ή τετραπλής αποστάξεως, δυο βαθμούς πριν το καθαρό οινόπνευμα, στην οποία είχαν κολλήσει ένα αυτοκόλλητο με μια νεκροκεφαλή που από κάτω έγραφε ΝΤΕΗΝΤΖΕΡ, και κερνούσανε αβέρτα τους πάντες κι από ένα σφηνάκι.

Εμάς εκείνο τον καιρό μας είχανε γαμήσει με τα ντέηντζερ τους, μόλις έβγαινε αυτή η καταραμένη νταμιτζάνα ξεκινούσαν να τρίζουν τα συκώτια μας, κι εκείνη τη συγκεκριμένη νύχτα το παρακάνανε, έρρεε άφθονο στα λαρύγγια, στο τραπέζι και πάνω μας, εκείνη η νύχτα ήτανε ντέιντζερους.

Γουστάρανε πολύ τα κορίτσια, γουστάραμε κι εμείς. Ούτε που θυμάμαι πως γνωριστήκαμε. Θυμάμαι πως ξεκινήσαμε σ’ ένα μαγαζί που είχανε λάιβ κάτι φίλοι, και μου δώσανε το μικρόφωνο να παίξω σ’ ένα κομμάτι φυσαρμόνικα, και το ‘σκισα, κι όλοι γαμήθηκαν να χειροκροτάνε και να φωνάζουνε, και ένα τυπάκι από πίσω μου ‘δωσε ένα σφηνάκι και το κατέβασα όπως ήταν χωρίς να προσέξω πως κρατούσε κι αυτός ένα και προφανώς περίμενε να τσουγκρίσουμε, οπότε ξαναέφτυσα το ξύδι στο ποτήρι και τσουγκρίσαμε.

Και μετά, η μία η δικιά μου άραζε και τα ‘λεγε πολύ από κοντά με ένα τύπο πρεζομυστήριο, πεταμενοπερίεργο και αυτός της έπιανε το μπουτάκι, οπότε έκατσα δίπλα της, του πήρα το χέρι και το ακούμπησα πάνω στο δικό του μπούτι, πράγμα που δεν άρεσε πολύ στον τύπο, η τύπισα όμως μάλλον γούσταρε γιατί γύρισε προς τα μένα και –ουρανοί!- άρχισε να με φιλάει.

Καταλήξαμε σπίτι τους στα Κάστρα, μαζί μένανε αυτή και η άλλη, και με τη μία τη δικιά μου ρίξαμε φοβερά γαμησάκια μέχρι τα χαράματα. Έπαιρνε αντισυλληπτικά και ήθελε να είμαι ειλικρινής και δοτικός μαζί της πράγμα που καθόλου δεν με χαλούσε εμένα. Κοιμηθήκαμε χαράματα, ξυπνήσαμε βαριά το μεσημέρι, μαγειρέψαμε όλοι μαζί, ήπιαμε καφέ, και αργά το απόγευμα την κάναμε.

Στο δρόμο ρωτάω το Βάγγο τι έγινε με την πάρτη του, και μου λέει, το έπαιξα δύσκολος μπόι, λατίνος εραστής και έτσι. Του λέω δηλαδή? Μου λέει, δεν κάναμε σεεξ, φασωνόμασταν και λέγαμε μαλακίες όλη  νύχτα, και  όταν ξημέρωσε ήθελε να φάει το γιαουρτάκι της, οπότε το άλειψα πάνω στον πούτσο μου και το έγλειψε από ‘κει.

Και γελούσαμε σα βλαμμένα, και νύχτωνε, και κατηφορίζαμε αυτές τις ανελέητες ανηφόρες των Κάστρων βαρώντας τα τακούνια απ’ τις μπότες μας στην άσφαλτο ρυθμικά, τραγουδώντας κάτι αυθόρμητο, ανώριμο και ηλίθιο, χορεύοντας σα χαζά.


Και μου ‘χει σκαλώσει στο μυαλό, μου ‘χει χαραχθεί, να καθόμαστε οι τέσσερις μας σ’ αυτό το ταβερνάκι, να ‘χει χυθεί πάνω στο μπούτι μου ένα σφηνάκι ντέηντζερ κι ο Βάγγος να το ‘χει βάλει φωτιά με τον αναπτήρα, κι όσο εγώ λαμπαδιάζομαι, χτυπιέμαι και τσιρίζω, αυτός να λέει χαλαρός και όλο νόημα, «Μας βάλατε φωτιές ρε κορίτσια, αμάν...», και να γελάει πονηρά κάτω απ’ τα μουστάκια του, ο μαλάκας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου