Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Αι Αμ ε Χοίρο

Να 'μαι πάλι. Να ΄μαι πάλι μετά από κοντά ένα μήνα απομόνωσης και προβληματισμού, περισυλλογής και υγιεινής διατροφής, χωρίς αλκοόλ και ντρόγκα, ανασυγκρότησης του ηθικού προσανατολισμού μα κυρίως επαναπροσδιορισμού της προσωπικότητάς μου, να 'μαι πάλι να κατεβάζω μπύρες σ'ένα φοιτητόπαρτο, και μάλιστα απ' τα χειρότερα. Πέρασα απ' το μηδέν στο εκατό σε λίγες ώρες και ήταν πολύ πιο εύκολο απ' ότι νόμιζα.

Ο ψιλός από δίπλα κερνάει τσιγάρο, το παίρνω. Μετά κερνάει τσιγάρο, διστάζω, μα πίνω. Μετά μπύρα, την πίνω, και κατεβάζω και μια ακόμα μονοκοπανιά, έτσι για το γαμώτο.

Πολλά τσιπιρίκια, νιώθω σαν δράκος ανάμεσα σε κουτάβια, μα δεν έχει πλάκα. Και πολλά γκομενάκια, με ροδαλά μαγουλάκια και παγωμένα μπουτάκια. Το δίχτυ ασφαλείας που έπλεκα τόσο καιρό διαλύθηκε όταν ένα απ' αυτά, αρκετά ζαβλακωμένο απ' τα πολεμικά μπήτια, μ' αγκάλιασε και το στήθος της ακούμπησε πάνω μου. Βασικά, όχι, εκεί άρχισε να χαλαρώνει. Κατακερματίστηκε όμως όταν έβγαλε απ' την τσάντα της ένα μεγάλο μπουκάλι ρακί και είπε "ρούφα ελεύθερα".

Γκλαγκλαγκλαγκλαγκλαγκλα,  δεν έμεινα τίποτα, το διέλυσα σ'ένα μισάωρο. Τώρα η μουσική σα να 'ταν ωραία, έστω, ανεκτή. Κουνιόμουνα με τα μάτια κλειστά και χαιρόμουνα. Μια μικρή μου χαμογέλασε, της χαμογέλασα και άρχισε να μου τρίβεται.

Τότε όμως κάτι ένιωσα μέσα μου σαν συναγερμό, ή σαν κουδουνάκι, ή μάλλον, σαν ένα μικρό πλαστικό χεράκι απ' αυτά που έχουν οι γιαγιάδες για να ξύνουνε την πλάτη (ή τον κώλο) τους να μου δίνει μια προειδοποιητική σφαλιρίτσα στα αρχίδια της ψυχής, ένα απαλό παπ! Ψυλλιάστικα αμέσως τι τρέχει.

Χάνομαι. Βυθίζομαι πάλι. Που είναι η ισορροπία μου, που είναι το ζεν μου? Που είναι τα χάπια μου, ποιος έχει τα τσιγάρα μου? Τόσος καιρός, χαμένος. Σαν αυτά τα τυπάκια που τόσο γουστάρει πια ο αμερικάνικος κινηματογράφος, που μετά από καμιά δεκαετία καθαροί ξαναπέφτουν στην εκάστοτε ουσία.

Ντροπή. ντροπή και αίσχος. Είμαι ένας άθλιος. Κάθισα με την πλάτη σε μια κολόνα κι άρχισα να παρατηρώ το πλήθος, πασχίζοντας να εστιάσω το βλέμμα και τη σκέψη μου πίσω απ' το αλκοολικό παραβάν.

Κλάφτηκα για κάνα δεκάλεπτο, αλλά μετά αποφάσισα πως είναι πολύ αργά, το κακό έχει ήδη γίνει, θα το σκεφτώ αύριο πάλι, ας το φχαριστηθώ τουλάχιστον, έτσι κι αλλιώς είναι μικρή η ζωή, δεν υπάρχει πια γυρισμός, και τέτοια, και πως βασικά έχω σιχαθεί να κλαίγομαι, οπότε στ' αρχίδια μου.

Πήγα στο φίλο μου που χόρευε μπροστά, του πήρα τη μπύρα απ' το χέρι εν κινήσει, ο νίντζα, ο τσάκαλος, πολύ μαγκιόρικη φάση, μα ήταν άδεια, μόνο τα σάλια είχαν μείνει, αηδία.

Ο άλανος όμως πετάχτηκε αμέσως στο μπαρ και μου 'φερε μια φρέσκια. Στα καπάκια μου δωσε και τον καπνό του να στρίψω. Έστριψα ένα για 'μένα και ένα γι'αυτόν, έτσι σαν ευχαριστώ, όπως αρμόζει, και του 'δωκα και ένα φιλάκι στο μάγουλο.

Πάλι στη μέση του πλήθους, γκλαγκλαγκλα, πάει η μπύρα. Έρχεται η κοπελίτσα με τη ρακί να μου μιλήσει, κάτι λέει, δεν καταλαβαίνω, δεν ακούω τίποτα και δεν βλέπω μπροστά μου, κουνάω όμως το κεφάλι, χαμογελάω και λέω ανά 15 δευτερόλεπτα κάτι του τύπου "ισχυεί" ή "μμμ, όντως" ή "αχα". Τελικά έκανα να τη φιλήσω, κι αυτή τραβήχτηκε και έβαλε τα γέλια. Της λέω, τι γελάς, τι τραβιέσαι, θέλω να σε φιλήσω, εσύ δε θες? Με κοιτά με νόημα και λέει, "Ορφέα, το ίδιο θα έλεγες σε όποια και να 'τανε δίπλα σου αυτή τη στιγμή".

Ντάξει, πάσο. Μα να 'το πάλι αυτό το παπ! στα ψυχικά κάκκαλα. Να 'τοι πάλι αυτοί οι βαθύτατοι προβληματισμοί. Αμ αι ε φάκι χορ δεν? Γιατί τσουλίζω τόσο άγρια διάολε? Μα κυρίως γιατί δεν έχω μπύρα?

Ξανά στο μπαρ, φίλε κερνάς μια μπύρα?, ευχαριστώ. Γκλαγκλαγκλα. Χορός. Γκομενάκι. Χορεύουμε. Πίνω απ' τη μπύρα της, καπνίζω το τσιγάρο της. Φιλιόμαστε. Πιάνω τον κώλο της. Μετά δεν ξέρω. Μάλλον με παράτησε. Με ξυπνήσανε το πρωί, είχα κοιμηθεί στο πάτωμα με την πλάτη στο ηχείο.

Αυτόματος πιλότος, ποδαράτα σπίτι. Το στόμα ξερό, το κεφάλι βιασμένο. Πέφτω όπως είμαι μπρούμυτα  με τα ρούχα στο κρεβάτι, πέντε λεπτάκια και θα γδυθώ. Το γατί σκαρφαλώνει κι αρχίζει να γουργουρά και να τρίβεται στα μούτρα μου. Παίζει με τα αυτιά μου, ακουμπά τη μύτη του στην άκρη του στόματός μου να μυρίσει, φταρνίζεται.

Λίγο πριν τη νέκρωση οραματίστηκα το γατί σαν ιερό φύλακα της ηθικής μου ακεραιότητας, ντυμένο με επίχρυση παραδοσιακή στολή και μπαντάνα με κινέζικα ιδεογράμματα στο κεφάλι, να διαλογίζεται σιωπηλά δίπλα απ' τα ψυχικά μου αρχίδια και να τα χτυπά γρήγορα με τα χεράκια του κάθε φορά που κάνω τις γουρουνιές μου, και άρχισα να χαχανίζω βραχνιασμένα. Μετά, κοιμήθηκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου