Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Το Μαύρο Κοστούμι

Υπήρξε μια εποχή που τα χαρτζιλίκια του παππού ήταν η καλύτερή μου, μπουκάλι, ή μπουκάλι ανάλογα την περίσταση, και όλη η παρέα κώλος να σερνόμαστε στα πεζοδρόμια και να ανταλλάζουμε στραβά φιλιά και άτσαλα μπουνίδια.

Όταν ήμουν δεκάξι, είχα μια μαλλούρα να, μπούκλες-μπούκλες, κι ο πάππος μού 'σταξε μια κατοσταρού για να τα πάρω γουλί. Με πιάσανε για λίγο τα αντιδραστικά εφηβικά μου, αλλά μόνο για λίγο, μετά τα 'κοψα, τσίμπησα το μάνι και το ίδιο βράδυ δέκα άτομα μπουσουλούσαμε στην άσφαλτο, ανταλλάσαμε όρκους αιώνιας φιλίας φτύνοντας σάλια ο ένας στη μούρη του άλλου.

Ίδια φάση και με τα φράγκα που μου 'δινε για παπούτσια και για ρούχα. Ένα ελάχιστο ποσοστό πήγαινε σε κάτι φτηνιάρικο και αναλώσιμο ενώ τα υπόλοιπα τάιζαν (ή ποτίζανε μάλλον) τα βίτσια της ευαίσθητης ηλικίας μου.

Με το κοστούμι όμως ήταν άλλη ιστορία. Καταλάβαινα πως γι αυτόν ήταν πολύ σημαντικό, πως δεν με παίρνει να πάρω μια παλιατζούρα απ' τη λαϊκή και να τσεπώσω το περίσσευμα.

Χρόνια μ' έχωνε ο γέρος να το πάρω και χρόνια αντιστεκόμουν χωρίς να ξέρω πραγματικά το γιατί. Ήταν απ' αυτές τις περιπτώσεις υποσυνείδητης αντίστασης που καταλήγει σε χρόνια αναβλητικότητα. Φαντάζομαι πως δεν μου πήγαινε η καρδιά να τον ρίξω και σ'αυτό. Ή πως απλά βαριόμουνα να μπω στη διαδικασία. Η αλήθεια όμως είναι πως καθυστερούσα αυτή τη μικρή τελετουργία γιατί σήμαινε τη μετάβασή μου στην ενήλικη ζωή. Οι άντρες φοράνε κουστούμια. Έτσι είναι ο κόσμος του παππού μου. Κι εφόσον ο πατέρας μου δεν ήταν παρών, το 'νιωθε σαν υποχρέωση να μου προσφέρει αυτό το δώρο, ως άντρας προς άντρα.

Και τελικά το πήρα το κουστούμι. Μετά από σχεδόν μια δεκαετία, πήγα στο μαγαζί και διάλεξα μαύρο σακάκι, μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο, μαύρη γραβάτα κορδόνι και σταράκια αντί για λουστρίνια. Το πήγα και στο ράφτη να το φέρει στα μέτρα μου. Σαν τρέντυ μαφιόζος μοιάζω μ'αυτό το κουστούμι, όταν με είδε ο γέρος όμως έκλαψε. Κι όχι μ'αυτό το χαρακτηριστικό παραπονιάρικο κλαψούρισμα της γεροντικής άνοιας που βάζει μπρος συνήθως. Έκλαψε από χαρά, με ένα χαμόγελο σφηνωμένο κάτω απ' το γκρίζο του μουστάκι, με τον ίδιο τρόπο που έκλαψε όταν του έπαιξα πρώτη φορά το καλοκαίρι τα κομμάτια μου, στην αυλή, και μαζεύτηκε όλη η γειτονιά και καμάρωνε.

Μου πήρε πάρα πολύ καιρό να καταλάβω πως το κουστούμι που διάλεξα είναι κουστούμι κηδείας, μα μου πήρε ακόμα περισσότερο καιρό να καταλάβω πως ακριβώς αυτός ήταν κι ο σκοπός του. Ο παππούς μου ξέρει πως σιγά - σιγά μας αφήνει, μέρα με τη μέρα. Κι εμείς το ξέρουμε, μα είναι το αμήχανο μυστικό μας. Το θέμα που φυλάμε συνέχεια στην άκρη του μυαλού μας μα ποτέ δεν μιλάμε γι' αυτό. Ένα μικρό οικογενειακό ταμπού. Αλλά ο παππούς μου προνόησε.

Γιατί είμαι ο τελευταίος άντρας της γενιάς που κουβαλάει το όνομά του, κι ο παππούς μου δεν θέλει να πάω στην κηδεία του ντυμένος σαν λέτσος. Θέλει να φοράω ένα ακριβό κοστούμι, κομψό και ραμμένο στα μέτρα μου, να με βλέπουν οι γνωστοί του και να λένε, "Αυτός είναι ο Ορφέας, ο εγγονός του Παρίση, πρώτο παλικάρι, καμαρωτό και όμορφο!". Αυτό θέλει από μένα. Και είναι το λιγότερο που μπορώ να δώσω στον άνθρωπο που ξαγρυπνούσε στο πλάι μου όταν βασανιζόμουν από χίλιες και δυο αρρώστιες.

Για την ώρα, είναι καλά. Σηκώνεται να κατουρήσει και πέφτει συνέχεια ο φουκαράς, δεν τον κρατάνε πια τα πόδια του , και μας παίρνει η γιαγιά τηλέφωνο να 'ρθούμε πέρα να τον σηκώσουμε. Αλλά είναι θηρίο, τα κόκαλά του είναι φτιαγμένα από μπετό. Τριάντα χρόνια στα τσιμέντα και άλλα τόσα στο μέτωπο σ'τα κάνουν αυτά.

Καλά είναι. Τον πιάνει το παράπονο που βαράνε διάλυση μυαλό και σώμα, και κλαψουρίζει, μα μετράει ένα σχεδόν αιώνα ο άνθρωπος. Τι να περιμένεις από ένα υπερήλικο βρέφος.

Καλά είναι. Μια φορά τη βδομάδα κάνουμε μπαρμπέρικο. Του ξυρίζω τα γένια και του ψαλιδίζω το μουστάκι, και πολύ το χαίρεται που τον κάνω ομορφόπαιδο. Πού και πού του παίζω κιθαρούλα. Του δίνω φιλάκια στην καράφλα, και όταν με κοιτάει μ'αυτό το άδειο, χαμένο βλέμμα του θυμίζω τ' όνομά μου γιατί ξέρω πως δεν το θυμάται πια. Και μετανιώνω, μα την αλήθεια, μετανιώνω που δεν του λέω πως τον αγαπάω σήμερα, κάθε σήμερα, γιατί ένα απ' αυτά τα αύριο δεν θα' ναι πια εδώ.

Και θα 'ρθει η ώρα να βγάλω απ' τη ντουλάπα το μαύρο κουστούμι, να καταπιώ τα δάκρυά μου και να σταθώ στην οικογένειά μου, σαν άντρας, όσο θα τον βυθίζουμε αργά, αργά στη γη.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Αι Αμ ε Χοίρο

Να 'μαι πάλι. Να ΄μαι πάλι μετά από κοντά ένα μήνα απομόνωσης και προβληματισμού, περισυλλογής και υγιεινής διατροφής, χωρίς αλκοόλ και ντρόγκα, ανασυγκρότησης του ηθικού προσανατολισμού μα κυρίως επαναπροσδιορισμού της προσωπικότητάς μου, να 'μαι πάλι να κατεβάζω μπύρες σ'ένα φοιτητόπαρτο, και μάλιστα απ' τα χειρότερα. Πέρασα απ' το μηδέν στο εκατό σε λίγες ώρες και ήταν πολύ πιο εύκολο απ' ότι νόμιζα.

Ο ψιλός από δίπλα κερνάει τσιγάρο, το παίρνω. Μετά κερνάει τσιγάρο, διστάζω, μα πίνω. Μετά μπύρα, την πίνω, και κατεβάζω και μια ακόμα μονοκοπανιά, έτσι για το γαμώτο.

Πολλά τσιπιρίκια, νιώθω σαν δράκος ανάμεσα σε κουτάβια, μα δεν έχει πλάκα. Και πολλά γκομενάκια, με ροδαλά μαγουλάκια και παγωμένα μπουτάκια. Το δίχτυ ασφαλείας που έπλεκα τόσο καιρό διαλύθηκε όταν ένα απ' αυτά, αρκετά ζαβλακωμένο απ' τα πολεμικά μπήτια, μ' αγκάλιασε και το στήθος της ακούμπησε πάνω μου. Βασικά, όχι, εκεί άρχισε να χαλαρώνει. Κατακερματίστηκε όμως όταν έβγαλε απ' την τσάντα της ένα μεγάλο μπουκάλι ρακί και είπε "ρούφα ελεύθερα".

Γκλαγκλαγκλαγκλαγκλαγκλα,  δεν έμεινα τίποτα, το διέλυσα σ'ένα μισάωρο. Τώρα η μουσική σα να 'ταν ωραία, έστω, ανεκτή. Κουνιόμουνα με τα μάτια κλειστά και χαιρόμουνα. Μια μικρή μου χαμογέλασε, της χαμογέλασα και άρχισε να μου τρίβεται.

Τότε όμως κάτι ένιωσα μέσα μου σαν συναγερμό, ή σαν κουδουνάκι, ή μάλλον, σαν ένα μικρό πλαστικό χεράκι απ' αυτά που έχουν οι γιαγιάδες για να ξύνουνε την πλάτη (ή τον κώλο) τους να μου δίνει μια προειδοποιητική σφαλιρίτσα στα αρχίδια της ψυχής, ένα απαλό παπ! Ψυλλιάστικα αμέσως τι τρέχει.

Χάνομαι. Βυθίζομαι πάλι. Που είναι η ισορροπία μου, που είναι το ζεν μου? Που είναι τα χάπια μου, ποιος έχει τα τσιγάρα μου? Τόσος καιρός, χαμένος. Σαν αυτά τα τυπάκια που τόσο γουστάρει πια ο αμερικάνικος κινηματογράφος, που μετά από καμιά δεκαετία καθαροί ξαναπέφτουν στην εκάστοτε ουσία.

Ντροπή. ντροπή και αίσχος. Είμαι ένας άθλιος. Κάθισα με την πλάτη σε μια κολόνα κι άρχισα να παρατηρώ το πλήθος, πασχίζοντας να εστιάσω το βλέμμα και τη σκέψη μου πίσω απ' το αλκοολικό παραβάν.

Κλάφτηκα για κάνα δεκάλεπτο, αλλά μετά αποφάσισα πως είναι πολύ αργά, το κακό έχει ήδη γίνει, θα το σκεφτώ αύριο πάλι, ας το φχαριστηθώ τουλάχιστον, έτσι κι αλλιώς είναι μικρή η ζωή, δεν υπάρχει πια γυρισμός, και τέτοια, και πως βασικά έχω σιχαθεί να κλαίγομαι, οπότε στ' αρχίδια μου.

Πήγα στο φίλο μου που χόρευε μπροστά, του πήρα τη μπύρα απ' το χέρι εν κινήσει, ο νίντζα, ο τσάκαλος, πολύ μαγκιόρικη φάση, μα ήταν άδεια, μόνο τα σάλια είχαν μείνει, αηδία.

Ο άλανος όμως πετάχτηκε αμέσως στο μπαρ και μου 'φερε μια φρέσκια. Στα καπάκια μου δωσε και τον καπνό του να στρίψω. Έστριψα ένα για 'μένα και ένα γι'αυτόν, έτσι σαν ευχαριστώ, όπως αρμόζει, και του 'δωκα και ένα φιλάκι στο μάγουλο.

Πάλι στη μέση του πλήθους, γκλαγκλαγκλα, πάει η μπύρα. Έρχεται η κοπελίτσα με τη ρακί να μου μιλήσει, κάτι λέει, δεν καταλαβαίνω, δεν ακούω τίποτα και δεν βλέπω μπροστά μου, κουνάω όμως το κεφάλι, χαμογελάω και λέω ανά 15 δευτερόλεπτα κάτι του τύπου "ισχυεί" ή "μμμ, όντως" ή "αχα". Τελικά έκανα να τη φιλήσω, κι αυτή τραβήχτηκε και έβαλε τα γέλια. Της λέω, τι γελάς, τι τραβιέσαι, θέλω να σε φιλήσω, εσύ δε θες? Με κοιτά με νόημα και λέει, "Ορφέα, το ίδιο θα έλεγες σε όποια και να 'τανε δίπλα σου αυτή τη στιγμή".

Ντάξει, πάσο. Μα να 'το πάλι αυτό το παπ! στα ψυχικά κάκκαλα. Να 'τοι πάλι αυτοί οι βαθύτατοι προβληματισμοί. Αμ αι ε φάκι χορ δεν? Γιατί τσουλίζω τόσο άγρια διάολε? Μα κυρίως γιατί δεν έχω μπύρα?

Ξανά στο μπαρ, φίλε κερνάς μια μπύρα?, ευχαριστώ. Γκλαγκλαγκλα. Χορός. Γκομενάκι. Χορεύουμε. Πίνω απ' τη μπύρα της, καπνίζω το τσιγάρο της. Φιλιόμαστε. Πιάνω τον κώλο της. Μετά δεν ξέρω. Μάλλον με παράτησε. Με ξυπνήσανε το πρωί, είχα κοιμηθεί στο πάτωμα με την πλάτη στο ηχείο.

Αυτόματος πιλότος, ποδαράτα σπίτι. Το στόμα ξερό, το κεφάλι βιασμένο. Πέφτω όπως είμαι μπρούμυτα  με τα ρούχα στο κρεβάτι, πέντε λεπτάκια και θα γδυθώ. Το γατί σκαρφαλώνει κι αρχίζει να γουργουρά και να τρίβεται στα μούτρα μου. Παίζει με τα αυτιά μου, ακουμπά τη μύτη του στην άκρη του στόματός μου να μυρίσει, φταρνίζεται.

Λίγο πριν τη νέκρωση οραματίστηκα το γατί σαν ιερό φύλακα της ηθικής μου ακεραιότητας, ντυμένο με επίχρυση παραδοσιακή στολή και μπαντάνα με κινέζικα ιδεογράμματα στο κεφάλι, να διαλογίζεται σιωπηλά δίπλα απ' τα ψυχικά μου αρχίδια και να τα χτυπά γρήγορα με τα χεράκια του κάθε φορά που κάνω τις γουρουνιές μου, και άρχισα να χαχανίζω βραχνιασμένα. Μετά, κοιμήθηκα.