Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Η Οργή του Θεού

27/2/2012
Για τις ντομάτες.


Παρασκευή βράδυ. Κεφάλι καζάνι, φράγκα λίγα, όρεξη ακόμα λιγότερη. Και τι στον πούτσο να κάνεις δηλαδή? Η Θεσσαλονίκη είναι μεγάλη πόλη ναι, έχει εκατοντάδες μαγαζιά ναι, και έχει τουλάχιστον ένα λάιβ τη μέρα. Έχει σινεμά, μουσεία, θέατρο, καταλήψεις, στέκια, κωλεκτίβες, τα πάντα. Ότι ντρόγκι θες το βρίσκεις. Κόκα, πρέζα, χάπια, σπέσιαλ Κ, τριπάκια, μανταμίτσες, αγγελόσκονη, μίκρο, αρκεί να ξες τον κατάλληλο τύπο. Και παντού υπέροχες γυναίκες. Οπτασίες.. Κορίτσια πιο γλυκά και απο αμαρτία, σε όλες τις ηλικίες για όλα τα γούστα. Πρέπει να είσαι τυφλός για να αντέξεις εκεί έξω, γιατί ακόμα και ομοφυλόφυλλος θα αλλαξοπιστούσε μπροστά σ'αυτη τη γαμημένη πασαρέλα. Ίσως να διεξάγεται κάποιος διαγωνισμός για την "ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΤΣΟΥΛΑΡΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ! ΠΑΡΕ ΜΕΡΟΣ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΕ ΜΙΑ ΣΑΠΙΑ ΜΠΟΥΓΑΤΣΑ!" και δεν τον έχω πάρει χαμπάρι. Χωρίς ίντερνετ, κινητό και τηλεόραση τα χάνώ κάτι τέτοια γραφικά, αλλά τουλάχιστον διατηρώ ακόμα κάποια ψήγματα ελεύθερης βούλησης. .

Αλλά τα 'χω βαρεθεί όλα.Δεν μου λένε τίποτα πια μπούτια και βυζιά, έχω φάει όβερντοζ οπτικών απολαύσεων, κουράστηκα. Πήγα σε πολλά μπαρ, ήπια πολλά τζακ. Το ίδιο μάτσο μαλάκες που φλερτάρουν με το ίδιο μπουκέτο τσουλάκια στον ρυθμό της ίδιας μουσικής που παίζεται σε τέτοιου τύπου διασκεδαστήρια εδώ και 4 χρόνια. Νόμιζα οτι το μόνο που θέλω είναι ένα ήρεμο μαγαζάκι με καλή μουσική, μεγάλο, ξύλινο μπάρ και χαμηλό φωτισμό. Αλλά και αυτό, δεν μου κάνει πια αίσθηση. Και σε πάρτυ και σε λαιβ πήγα, μέθυσα, χόρεψα, πήδηξα, πλακώθηκα, ξεμέθυσα και ξανά-μανά τα ίδια, ο παλιός, γνωστός φαύλος κύκλος, η κατάρα της πόλης.

Και νιώθω πια την κατάρα της πόλης βαριά πάνω μου. Άρχισα να πλήτω με όλα, ακόμα και με τον ίδιο μου τον εαυτό, ακόμα και με τη μουσική μου. Ξέρω πως δεν θα 'μαι σαλόνικα για πολύ ακόμα, είναι πια θέμα χρόνου το ονειρεμένο φευγιό, οπότε κάνω απλά υπομονή. Και πίνω, πίνω τα κέρατά μου, κατεβάζω ότι πέσει στα χέρια μου, να μπορέσω να επιπλεύσω λίγο ακόμα σ'αυτή την ευλογημένη άγνοια ξέροντας οτι πολύ σύντομα θα πέσω και θα σπάσω τα δόντια μου στον πάτο της σκληρή πραγματικότητα. Που στην περίπτωσή μου δεν είναι ούτε σκληρή ούτε άγνωστη, το αντίθετο μάλλον. Αλλά έτσι είναι οι ουσίες. Σαν ένα όνειρο που ξες πως θα τελειώσει αλλά κάνεις ότι περνά απο το χέρι σου για να κρατήσει λίγο ακόμα. Σαν ένα καλό βιβλίο, που καθυστερείς την ολοκλήρωσή του κρατόντας τις τελευταίες σελίδες "για αύριο".
Και τώρα περιφέρομαι στους δρόμους και στα καταγώγεια της βρώμικης πόλης σαν φάντασμα, ψάχνοντας κάτι και τίποτα. Σαν ένας Ντρ. Τζέκιλ & Μρ. Χάιντ του σήμερα, το πρωί ο γραφικός πλανώδιος μουσικός, το βράδυ ένα μεθυσμένο σκουπίδι. Λες να το ξέρουνε? Όλοι οι άλλοι. Ουσιαστικά δεν με νοιάζει. Αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να δεχτώ ελαφριάν την καρδίαν τα επικριτικά βλέμματα όσων ζούνε πάνω απο την επιφάνεια της πραγματικότητας. Αλλάζω πρόσωπα και χαρακτήρες, γίνομαι άλλος ανάλογα τι πίνω, και σε τι ποσότητα, ελλίσομαι να αποφύγω τις σφαίρες. Πάντα κάποιος άλλος, πάντα ο ίδιος μαλάκας. Χα! Ανοίγω μοιρολατρικά μια Βεργίνα και πέρνω το δρόμο για το σπίτι παρέα μ' ένα χυδαίο χαμόγελο.





Τους βρήκα όλους εκεί, τον καθένα με μια διαφορετική ιστορία, όλοι πρωταγωνιστές στη δικιά τους ταινία. Δεν είχαν φούντα, κρίμα αλλά και κλάιν. Κάτι θα γίνει, πάντα κάτι γίνεται. Όλο κάτι τυχαίνει στη μπάσταρδη ράτσα μας και περνάμε γαμώ. Πρέπει να 'ταν νωρίς ακόμα, γύρω στις 10. Ήμουνα στην 5η ή 6η μπύρα της ημέρας και είχα ωραίο κεφάλι, ημιμεθυσμένος και σοβαρός. Σπίτι δεν είχε ξύδι, αλλά ο Μάνος, φίλος φίλων που γνώρισα στη Σύρο το καλοκαίρι, είχε γενέθλία και έκανε πάρτυ στο σπίτι του στα ανατολικά. Είμασταν όλοι καλεσμένοι.

Ο Μάνος είχε τη δικιά του ιστορία, όχι πολύ διαφορετική με όλων των άλλων. Κάτι εξαρτήσεις στο παρελθόν, κάτι εξαρτήσεις στο παρόν, τα ίδια σκατά για μέλλον. Το πρωί που τον γνώρισα μας κάνανε πέσιμο 2 μπάτσοι και ένας ψωριάρης ασφαλίτης, αλλά την είχαμε βγάλει καθαρή. Ο Μάνος δεν είχε την ίδια τύχη πάντα όμως. Άκουσα μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία για κάτι κοκά, εφτά νομά και ένα πολιορκητικό κριό, ο οποίος τελευταίος είχε πολύ στενές επαφές με την πόρτα του διαμερίσματος, με συντρηπτικά αποτελέσματα. Ποτέ δεν έμαθα το τέλος. Ποτέ δεν μαθαίνεις το τέλος απ 'αυτές τις ίστορίες, συνήθως απο κατανόηση. Κανείς δεν είναι περήφανος για τις άσχημες ουλές του, ακόμα και αν δείχνει το αντίθετο. Εκτός αν είναι ηλίθιος.

Πεταχτήκαμε μέχρι το σούπερ με τον Μποέμ να πάρουμε ένα βατ 69 για το πάρτυ. Στο δρόμο μας περάσαμε ενα απ' αυτά τα μαγαζιά που ξεφυτρώνουν πια σαν μανιτάρια στην ελλάδα, τα "ΟΛΑ 1$!". Γυρίζοντας, τράβηξα το Μποέμ μέσα και του είπα να διαλέξει τουλάχιστον 2 πράγματα για τον Μάνο. Διστακτικός μαλάκας αυτός ο τύπος, όλο πίπες κοιτούσε. Έψαχνε κάτι μετρημένο και όμορφο χωρίς να πιάνει την ειρωνία της όλης κίνησης. Τσίμπησα μια ριγέ γραβάτα αλα "80'ς σουπερκουλ μπίζνεσμαν", 3 κωλόχαρτα σε κονσέρβα (σοβαρολογώ) με γελοίες μαλακίες τυπωμένες πάνω τους, και ένα απαίσιο πλαστικό λουλούδι. Ο Μποέμ διάλεξε ένα φριχτό πλαστικό πίνακα, και η κορνίζα στο πακέτο, που απεικόνιζε μια εξωτική παραλία. Οι φοίνικες, ο ήλιος και η κορνίζα ήταν ανάγλυφες προεξοχές, ο καλλιτέχνης μάλλον ήθελε να δώσει μια τρισδιάστατη πνοή στο έργο του. Δεν εξέφρασα τη γνώμη μου για τον πίνακα στο Μποέμ. Αποδέχτηκα σιωπηλά την έμφυτη ανωτερότητά του στο να ανακαλύπτει το χειρότερο, πιο σκατιάρικο κωλόπραγμα στο χώρο. Άφησα διακριτικά το φτηνιάρκο λουλούδι μου σε μια γωνιά και, αφού πλήρωσα την κοπέλα, φύγαμε.

Οκτώ στο σύνολό μας, σαν συμμορία απο χαρωπούς μαλάκες μπήκαμε στο λεοφωρείο και ξεκινήσαμε για το πάρτυ. Στη Θεσσαλονίκη δεν έχει νόημα να κόβεις εισητήριο. Στην Κρήτη, στο Βόλο και στα Γιάννενα σου κόβει το εισητήριο ο οδηγός. Εδώ απλά μπουκάρεις μέσα και στα αρχίδια σου έχεις δεν έχεις κόψει. Η μόνη απειλή είναι οι ελενκτές αλλά απ' ότι έχω ακούσει είναι φοβερά μαλάκες. Ξύνονται, και όπως και όλοι, σιχαίνονται τη δουλειά τους. Άσε που εκτελούν τα καθήκοντά τους όποτε τους καπνίσει. Πέντε μήνες εδώ ούτε ζωγραφιστούς δεν τους έχω δεί. Αν σε τσιμπίσει το μακρί χέρι των ΚΤΕΛ, δώσε άλλο όνομα, πούλα τρέλα, κατέβα ή πολύ απλά, κόψε ένα γαμημένο εισητήριο απο μέσα. Δεν έχεις λόγο να χαλάς τα λεφτά σου σε τέτοιοες πίπες εδώ. Άσε που με τα ίδια φράγκα πέρνεις μια μπύρα.



Κάποτε φτάσαμε. Πήραμε και οι 8 στο ασανσέρ. Στην πόρτα ευχηθήκαμε με τη σειρά στον Μάνο, εγώ τελευταίος με τα δώρα. Τα χάρηκε αρκετά, ρίξαμε λίγο γέλιο με τον αποτρόπαιο πίνακα του Μποέμ. Ο Μάνος τελικά είναι κρυφοσαικεντελάς. Οι τοίχοι διακοσμημένοι με τα κλισέ τρίπια πανό, λοουμπιτ σαικεντελικ στο στέρεο, στικάκια.. Τέτοιες αηδίες. Τους σιχαίνομαι τους σαικεντελάδες. Όταν έκανα δραμ ν μπεις πάρτυ στο Ηράκλειο πάντα μας σπάγανε τα αρχίδια. Ο οικοδεσπότης έπεσε πολλά σκαλοπάτια στα μάτια μου. Και το παρτάκι τίποτα σπουδαίο, 4-5 αδιάφοροι τύποι, κάτι κατσαρόλες με ζαμπόνια-κασέρια χύμα, τσίπς, φούντα, φτηνό κρασί και 2-3 μπουκάλια βατ. Γέμισα το ποτήρι μου με κρασί, το κατέβασα στην υγειά του Μπουκόφσκι, αηδίασα, το ξαναγέμισα με νερωμένο βατ και έκατσα στον καναπέ. Για κάποιο λόγο η πλοιοψηφεία του πάρτυ ήτανε χοντροί κάγκουρες. Δεν είμαι ρατσιστής με τους χοντρούς, λίγο με νοιάζει, αλλά ήταν εντυπωσιακό το πως γέμιζαν το δωμάτιο. Οι θέσεις ήταν λίγες και οι κωλάρες τους πιάνανε μισό καναπέ γαμώτο. Ο πιο εντάξει απ' αυτους κάθησε στο σκαμπό πίσω μας κ έλεγε τις μαλακίες του. Με τον ένα βγήκαμε και γνωστοί απ' τα παλιά. Ο κόσμος είναι αηδιαστικά μικρός.

Επιτέλους άρχισαν να πέρνουν μπρός και να κολλάνε χαρτάκια. Είχα ήδη μεθύσει αρκετά τότε. Είχα πιάσει με ένα κάγκουρα κουβέντα πάνω στα σουπερ ντούπερ λακι στράικ του που, άμα πατήσεις ένα μικρό κουμπάκι στο φίλτρο αποκτάει γεύση μέντας. Ιησού Χριστέ!!! Τι μεγαλοφυές τσιγάρο! Και προσέξτε με....... το κουμπάκι το πατάς όποτε θες εσυ. Δηλαδή....μπορείς να καπνίσεις μισό τσιγάρο λάκι....... και μισό λάκι μένθολ! Μα δεν είναι ό,τι πιο γαμάτο έχει εφευρεθεί τους τελειταίους 3 αιώνες!? Έπιασα την χοντρή κουράδα αγκαζέ, και με χίλια εγκόμια για τα φαντασσστικά του τσιγάρα τον έφερνα γύρες μέσα στο δωμάτιο και τον έβαζα να κάνει επείδηξη σε όλους. Τελικά του τελείωσε το πακέτο του παλιόπουστα και τελειώσαμε και μ'αυτό.

Προσπάθησα να πιάσω κουβέντα με το Μάνο, αλλά δεν έδειχνε να με συμπαθεί ιδιαίτερα. Έχω ένστινκτο μ'αυτά. Όποτε του έλεγα κάτι γελούσε μηχανικά και έφευγε. Είχα κάθε καλή πρόθεση να αναλύσουμε τις αρχές της κβαντομηχανικής, έστω, λίγο τσιτ-τσατ περι ανέμων και υδάτων βρε αδερφέ, αλλά μάλλον η περιεκτικότητα αλκοόλ στο αίμα μου δεν επέτρεπε στον άλλο να με πάρει στα σοβαρά. Τι να κάνεις.

Μετά απο λίγο έσκασε μύτη και η πρώτη και μοναδική γκόμενα στο πάρτυ, προφανώς καπαρωμένη απ' τον γενέθλιο. Μου σπάνε τα νεύρα κάτι τέτοια. Κάλεσες στο πάρτυ 13ς άντρες και ΜΙΑ γυναίκα που άμα της πιάσω το μπούτι θα στραβώσεις? Γάμησέ μας ρε Μάνο. Δεν έφερνες καμιά πουτάνα καλύτερα να κάνουμε χάζι? Κάθησε δίπλα μου και άρχισα να τη γράφω επίτηδες στα αρχίδια μου για να μην κάνω καμιά μαλακία αργότερα. Τελικά, ολώς παραδόξως, κάτι άρχισε να μου λέει αυτή, ιδέα δεν έχω τι. Και πάνω που η γκόμενα μου έβγαζε σέντρα και εγώ τινάχτηκα όλο χάρη να βάλω γκόλ με κεφαλιά, ο Μάνος χώθηκε σαν το μαλάκα και έδιωξε απ' την περιοχή με ανάποδο ψαλιδάκι. Είχε καθόλου απήχηση στους ποδοσφαιρόφιλους αυτή ηλίθια παρομοίωση? Όχι? Καλά.

Σ'αυτο το σημείο ο σουρωμένος-χαρωπός-μαλάκας Ορφέας άρχισε να πέρνει μπούλο και να γίνεται το σουρωμένος-μου-τη-σπάνε-όλα-και-όλοι Ορφέας. Δεν άντεχα άλλο γύρω μου τους λιπαρούς παιδοβούβαλους και τη σαικεντέλικ. Οργάνωσα μια επιτροπή για να ασκήσουμε βέτο στη μουσική και να παίξουμε κάτι άλλο, λιγότερο λόουμπιτ και σίγουρα όχι σαικεντελικ. Κάτι εύπεπτο και σεξυ, κάτι ροκ ν ρολ. Προφανώς κανείς δεν με πήρε στα σοβαρά και μου είπαν να ηρεμήσω Ορφέα, να χαλαρώσω Ορφέα, να μην πιώ άλλο Ορφέα, να αράξω Ορφέα, να πιώ ένα μπάφο Ορφέα, γιαυτό και γω έκανα ότι κάνω πάντα σ'αυτες τις καταστάσεις. Γέμισα το ποτήρι μου κρασί, το κατέβασα στην υγειά του Μπουκόφσκι, αηδίασα (λιγότερο αυτή τη φορά), το ξαναγέμισα με σκέτο βατ, τους έγραψα όλους στ' αρχίδια μου και πήγα να βρώ τη βεράντα.

Τη βρήκα τελικά τη βεράντα. Βρήκα επίσις το Ρεμέτζο να πίνει στη βεράντα παρέα με τον τυπά μου καθόταν στο σκαμπό, και τον Μιγκάτο να εκτελεί χρέη γεωργού θρυματίζοντας βράχους με μια τηλεκάρτα σ'ένα πιάτο, παρέα με ένα κούλι και δυο κομμένα καλαμάκια. Αδιαφόρησα και πήγα έξω, είπαμε 2-3 πίπες με τα παιδιά. Τότε ο Μιγκάτο με φώναξε. Μου έστρωσε μια μικρή, λευκή γράμμη. Πήρα το καλαμάκι, το 'βαλα στο αριστερό μου ρουθούνι (το δεξί δεν δουλεύει) και ρούφηξα. Και αυτή είναι η τελευταία εικόνα που έχω απο εκείνο το πάρτυ. Ένα πιάτο, ένα καλαμάκι και μια μικρή, λευκή γραμμή.








Το Σάββατο πρωί είναι για τους μουσικούς του δρόμου ότι και το Σαββατόβραδο για τους ιδιοκτήτες μπαρ και τις πουτάνες. Ο κόσμος έχει λιγότερες μαλακίες στο κεφάλι του, περισσότερη όρεξη για έξοδα και κάπου 30 ώρες ακόμα μέχρι να επιστρέψει στο στενό, θλιβερό του γραφειάκι. Και αυτό το ξέρουν όλοι όσοι παίζουνε στο δρόμο, και οι περισσότεροι δεν ήτανε σε πάρτυ χθες το βράδυ. Κοιμήθηκαν απο τις 9 για να ξυπνήσουν νωρίς και να πιάσουν την πιο κερδοφόρα καβάτζα στην πόλη. Πράγμα που σημάινει οτι άσχετα με το πόσο σκατά είσαι, άσχετα με το ποιά σου πέρνει τσιμπούκι, και χωρίς κανένα έλεος όσων αφορά την πνευματική σου κατάσταση, you gotta get out there and make some mutherfucking money.

Και έτσι και έγινε. Ξύπνησα προ εκπλήξεως στο κρεβάτι μου στις 11, όλοι οι υπόλοιποι ήταν ήδη στο πόδι και πίνανε καφέ. Ήμουν ακόμα τύφλα απ το μεθύσι. Είχα το χειρότερο χανγόβερ της καριέρας μου ώς κοπρόσκυλο, και το βράδυ είχαμε λάιβ σε μαγαζί. Το κεφάλι μου πονούσε απερίγραπτα, το στομάχι μου ήταν γεμάτο βιτριόλι και με δυσκολία σκεκόμουν όρθιος. Είχα χάσει απολύτως τις τελευταίες 8 με 10 ώρες. Δεν ξέρω αν ήμουνα στο Σόχο για κοκτέιλ η στο Πεκίνο για πάπια. Πήγα κατευθείαν στη χέστρα και έβαλα το κεφάλι μου κάτω απο το παγωμένο νερό. Μου 'κλασε τα αρχίδια, ένιωσα πολύ χειρότερα, μην το δοκιμάσετε ποτέ. Ευτυχώς κανένας δεν είχε μπεί στον κόπο να μου βγάλει τις μπότες το προηγούμενο βράδυ, γιατί έτσι και ξαναέσκυβα να τις βάλω θα ούρλιαζα απ' τον πόνο. Μπήκα στο σαλόνι, δήλωσα την κατάστασή μου, κατάπια ένα ντεπόν και παρακάλεσα τους πάντες να μην μιλάνε δυνατά και να μην μου πούνε τι έγινε χτες το βράδυ. Ήμουνα πολύ σκατά για να διαχειριστώ οποιαδήποτε πληροφορία.

Βγήκαμε έξω και βρήκαμε σποτάκι αρκετά εύκολα. Δεν έχουμε σοβαρό ανταγωνισμό στην Ελλάδα. Παίζουμε καλύτερα και δυνατότερα απ' όλους, αλλά σεβόμαστε τους άγραφους νόμους του δρόμου. Ποτέ δεν στήνεις δίπλα σε άλλον, δεν τον ενοχλείς για να μην σε ενοχλήσει. Υπάρχουν βέβαια φορές που δεν βρίσκουμε μέρος και γυρνάμε ξενερωμένοι και σαν μαλάκες στο σπίτι.

Βέβαια ήταν άθλιο, απέναντί μας είχαμε με τη σειρά πεζοδρόμιο, πιάτσα ταξί, δρόμο διπλής κυκλοφορίας και στάση των ΚΤΕΛ. Δηλαδή ακριβώς το αντίθετο απ' ότι θα με έκανε να νιώσω έστω και λίγο καλύτερα εκείνο το καταραμένο πρωί. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια όμως. Είχα πάρει και ένα τρανζιστοράκι μαζί μου και έσπαγα τα αρχίδια της μπάντας με βλαμμένες μουσικές απο βλαμμένους σταθμούς.
Για κάθε νότα που έπαιζα ήθελα να ξεράσω, κάθε φορά που τελείωνε ένα κομμάτι πήγαινα να λιποθυμήσω, κάθε κέρμα που έπεφτε στη θήκη ήταν μια καρφίτσα που χωνόταν στο κεφάλι μου. Έχανα τα τέμπα, ξεχνούσα τα μέρη μου, ήμουνα τραγικός. Και αυτή η γαμημένη ζέστη! Μήνες ολόκληρους μας πήγαινε πίπα-κώλο με το πουτσόκρυο αυτή η πόλη, και απ' όλες τις μέρες του χρόνου σήμερα αποφάσισε να κάνει καύσωνα γαμώτο? Έβλεπα τον κόσμο στους δρόμους με κοντομάνικα και φουστίτσες να πίνει νερό και να την πέφτει στις σκιές, ενώ εγώ έλιωνα μέσα στο μαύρο τζίν, το βαμβακερό μπουκάμισο και τις δερμάτινες μπότες μου. Ένιωθα τα πόδια μου να βράζουν. Ο ήλιος χτυπούσε ανελέητα στο σημείο που καθόμουνα. Τα γυαλιά μου τα έχω χάσει απο καιρό και η μόνη προστασία που είχα ήταν μια μάλλινη χειμωνιάτικη τραγιάσκα που κάλυπτε ίσα-ίσα τα μάτια μου και την χαμένη μου έκφραση απο τον κόσμο γύρω μου.

Μόλις τελειώσαμε τη γύρα πήγα καρφί σπίτι με τον Τάκη που είχε έρθει να μας δεί για να βάλω καλόκαιρινά και να αφήσω το τρανζιστοράκι, που είχε εν το μεταξύ αρχίσει να σπάει και τα δικά μου αρχίδια. Έβγαλα τις μπότες ρίχνοντας φριχτές κατάρες στον τσαγκάρη και έβαλα σορτσάκι, κοντομάνικο και μπουκάμισο, σωστό αμερικανάκι. Ένιωσα τόσο καλύτερα που ξαναπήρα μαζί μου και το τρανζίστορ. Κατούρησα κάτι βαθυκίτρινο, στο χρώμα του κρόκου και πήγα να ξαναβρώ τους άλλους για δεύτερη γύρα σε άλλο σποτάκι.
Τώρα πια είχα ξεμεθύσει κάπως και έβγαζα άκρη. Ήξερα πως έπρεπε οπωσδήποτε να είμαι νηφάλιος το βράδυ οπότε άρχισα να κατεβάζω γαλλικούς. Ζήτησα συγνώμη απ' τη μπάντα για τις μαλακίες μου και, μεταξύ αστείου και σοβαρού, τους διαβεβαιωσα οτι θα ξαναγίνει, και μάλιστα σύντομα. Η δεύτερη γύρα πήγε πολύ καλύτερα απ' ότι περιμέναμε όλοι. Για την ακρίβεια, παιξαμε καλύτερα απο τις περισσότερες φορές. Μάλλον η σκέψη του επερχόμενου λαιβ μας έκανε να παίζουμε πιο σοβαρα και συγκεντρωμένα. Μια ζωγράφος έστησε τα σύνεργά της μπροστά και αριστερά μας και άρχισε να μας σκιτσάρει με κάρβουνο. Η διάθεσή μου ανέβηκε κατακόρυφα. Η γύρα τελείωσε, η ζωγραφιά της τύπισας ήταν πραγματικά πολύ καλή και το κεφάλι μου είχε έρθει επιτέλους στα ίσια του. Έμενε να τακτοποιήσω το στομάχι μου και να ρίξω ένα υπνάκι για συντήρηση. Έφαγα ένα απο τα πιο λιπαρά πιτόγυρα της πόλης με διπλή πίτα, γύρισα σπίτι τραγουδώντας και ξάπλωσα.

Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, στην τρίχα την γλίτωσα την καρδιακή προσβολή. Έπεσα με φόρα στην αγγαλιά του Μορφέα.







Ξύπνησα 2-3 ώρες μετά. Όλοι ήταν ήδη στο μαγαζί εκτός απο μένα και το Ρεμέτζο, ο οποίος περίμενε κάποιον που δεν ήρθε ποτέ να του φέρει κάτι που δεν έμαθα ποτέ τι ήταν. Και ήθελε να κάνει και μπάνιο, που τελικά δεν έκανε. Ήμουνα ντούρος, ξεκούραστος, χορτάτος και ορεξάτος, δηλαδή πανέτοιμος. Αλλά κυρίως ήμουν περήφανος που κατάφερα να είμαι όλα αυτά μετά την προηγούμενη νύχτα. Το μεσημέρι ο Παλιάτσο μου είχε πει φιλικά (αλλά ψιλοαπειλιτικά είναι η αλήθεια) να φροντίσω να 'μαι εντάξει το βράδυ, και ήμουνα. Όσο ο Ρεμέντζο άλλαζε χορδές, εγώ γυάλισα τις μπότες μου, ήπια καφέ, έβαλα καθαρό μαύρο μπουκαμισάκι, και έστρωσα με λεμόνι το μαλλί. Λίγο μετά πήραμε το λεοφορείο και δρόμο. Δεν κόψαμε εισητήριο.

Πρέπει να φτάσαμε γύρω στις 8. Το μαγαζί ήταν άδειο εκτός απο 2-3 παρέες που τελείωναν τον απογευματινό κάφε τους. Πολύ ωραίος χώρος. Μεγάλος και όμορφός, προσεγμένος και με φινέτσα. Κύριο υλικό το ξύλο, όχι σαν τα γαμημένα τα τρεντάδικα με τα πλαστικά χοντροκομμένα διακοσμητικά και τους φτηνιάρικους πολυέλαιους. Χεραίτησα τα παιδιά, παράγγειλα μια μπύρα. Κάναμε σαουντσεκ, είχαμε προσλάβει πολύ καλό ηχολήπτη, ήξερε τι έκανε και ήταν καλό παιδί. Έβγαλε τον ήχο απο 6 όργανα ακριβώς όπως τον είχα στο μυαλό μου και λίγο καλύτερα. Προβλήματα δεν είχαμε.

Κάτσαμε και βγάλαμε τη λίστα. Είχαμε 21 τραγούδια, χωρίσαμε το πρόγραμμα στα 2. Μέρος πρώτο, διάλειμα, μέρος δεύτερο. Οι κυριλέ μπάντες τα σκέφτονται αυτά μέρες πρίν αλλά ποιός τους γαμάει και αυτούς ε?

Κατά τις 10 είχε σκάσει πολύς κόσμος, ούτε που το περίμενα. Το μαγαζί είχε βάλει ένα αδιάφορο ποσό είσοδο, όλα δικά μας. Έπινα τη 2η μπύρα και τους παρατηρούσα να μπαίνουνε μέσα. Κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα άκουγα "μπλίνκ-μπλίνκ". Ντροπή μου. Πήγα στην τουαλέτα κάποτε. Μόνο τότε, στον ολόσωμο καθρέπτη ανακάλυψα οτι απόψε είχα ντυθεί μαδαφάκας. Απο το γλυμμένο μαλλί και το μαύρο μπουκάμισο μέχρι τη γυαλισμένη μπότα ήμουνα μαδαφάκας. Ντροπή μου. Ανακάλυψα οτι ο ιδρώτας είχα κάνει άσπρες γραμμές στις μασχάλες. Αυτό μου έλειπε γαμώτο. Το έκανα λίγο με νερό και έφυγε. Μπήκα στις γυναικείες και έχεσα. Πάντα ένα καλό χέσιμο πριν το λαιβ.

Γύρισα στο μπαρ και έπιασα απο σπόντα κουβέντα με τη σερβιτόρα. Φορούμε αμάνικο μαύρο κολλητό μπλουζάκι, μαύρο κολάν και απο πάνω πράσινο σορτσάκι. Παράδοξο για μια σερβιτόρα να ντύνεται έτσι μια τέτοια μέρα. Μου είπε οτι είχε συνενοηθεί να ντυθεί γυμνάστρια μαζί με μια άλλη κοπέλα, αλλά η κοπέλα το ξέχασε και τώρα γινόταν απλά ρεζίλι. Μου διέφευγε οτι είχαμε αποκριές, συνηθίζω να ντύνομαι σαν καρνάβαλος όλο το χρόνο. Της είπα οτι εγώ είχα ντυθεί μαδαφάκας για να νιώσει λίγο καλύτερα. Διόλου τη διασκέδασα βέβαια, συνέχιζε να γίνεται ρεζίλι και το ήξερε. Όταν έχεις τέτοια κωλάρα όμως δεν σ'ενδιαφέρουνε και τόσο όλα αυτά. Γέλασε φιλικά και συνέχισε να βάζει τεκίλες και τζόνι στον κόσμο.
Κάποτε αρχίσαμε. Είμαι ο μόνος στη μπάντα που στέκεται όρθιος και με διαθέσιμο μικρόφωνο, οπότε και ο μόνος που μιλάει. Και έπειτα, τα πάω καλά μ'αυτά, το χω με το φροντμανιλίκι. Μας ανακοίνωσα, χαιρέτησα και ευχαρίστησα το κοινό που ήρθε (και μας τάισε) και αρχίσαμε. Τα πήγαμε πολύ καλά, ο κόσμος γούσταρε αλλά μιλούσε πολύ ρε πούστη μου. Ακριβώς δίπλα μου ήρθε και κάθισε μια παλιοπουτάνα με τα βυζιά απ' έξω και με κοιτούσε συνεχώς με νόημα. Ακριβώς απο δίπλα, και κρατόντας της το χέρι, καθόταν ο γκόμενος της. Θα την έτρωγα την καριόλα αν δεν είχα ένα έμφυτο φόβο για σκληροπυρηνικούς μεταλάδες μισό μέτρο ψηλότερους απο μένα που με κοιτάνε με μίσος.

Προς το τέλος του πρώτου μέρους, ένας χοντρός και ψηλός μουσάτος μεθυσμένος με χασισοφυλάρα τυπωμένη στο μακό άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου. Το επόμενο κομμάτι είχε είδη αρχίσει και δεν αργούσα να μπώ. Έβρισα το ξεσταύρι μου, του χαμογέλασα σαν να τον ξέρω χρόνια και έγειρα να ακούσω τι σκατά έχει να μου πεί.

"Τι θα γίνει ρε φιλαράκι να πούμε, έτσι τζίγκι-τζίγκι θα το πάμε ολή νύχτα?"
"Δεν σ'αρέσει ρε φίλε, έλα, μη με στεναχωρείς τώρα!".
"Μα δεν έχετε ένα τραγουδιστή να πούμε να πει κάνα τραγουδάκι ρε? Τι με λες τώρα!"

Ο τύπος ήταν ο κλασικός μεθυσμένος μαλακοσούρας Θεσσαλονικιός που έχει να γαμήσει χωρίς να πληρώσει απο πάντα. Ήθελε καυγά και το ήξερα αλλά δεν με έπαιρνε. Ήθελα μισό ακριβώς λεπτό για να μπώ. Έπρεπε να ελιχθώ, να ντριμπλάρω και να του κόψω τα αρχίδια. Ο συγκάτοικός μου στο Ηράκλειο ήταν Σαλονικιός και μιλούσε σα βλαχαδερό και τον είχα μάθει τον τρόπο. Οπότε τον πιάνω σαν παλιός συμμαθητής απ' το αναμορφωτήριο και τον λέω:

ΕΓΩ: "Γαμησέτα ρε φιλλαράκι, είχαμε να πούμε ένα αμερικάνο τραγουδιστή αλλά μας κρέμασε και πήγε πίσω στην αμέρικα ρε φίλε τελευταία στιγμή."
ΑΥΤΟΣ: "Ασε ρε φιλλαράκι σοβαρά μιλλάς? Ρε το μπούστη τον αμερικάνο να πούμε!".
ΕΓΩ: "Αστα να πάνε σε λέω μας γάμησε ο τυπάς! Αλλά τί να γίνει να πούμε έτσι είμαστε τώρα τι να κάνουμε! Εγώ αμερικάνο φίλλε δεν ξαναεμπιστεύομαι!"
ΑΥΤΟΣ: "Πω-πω γαμησέτα φιλλαράκι σας γάμησε ο τύπος!"
ΕΓΩ: "Νταξ μωρέ! Τι να κάνεις! Άντε, πάνε κάτσε πιές στη υγειά μου και απόλαυσέ το!"
ΑΥΤΟΣ: "Σίγουρα ρε φίλλε! Άντε!"

.......και ΜΠΑΜ, ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπαίνω στο μέρος μου χωρίς καθυστέρηση! Έπεσα με μακροβούτι στα σκατά, και μας έβγαλα ασπροπρόσωπους. Του 'κανα τα αρχίδια πελτέ και του τα τάισα αλειμένα σε ψωμί με συνοδεία ποντιακής μουστάρδας. Δεύτερο πιάτο, μπουγιουρντί. Ο ίδιος πούστης, όπως έμαθα εκ των υστέρων, χωνότανε χυδαία και όλο μούρη στη γυναίκα του αφεντικού. Όταν κάποιος του γνωστοποίησε οτι μιλάει στη σύζηγο του φίλου του, αυτός απάντησε απλά, "Στ' αρχίδια μου." Να ζήσει ο άνθρωπος να γουστάρει φυλακή.



Το λαιβ τελείωσε, καταχειροκροτηθήκαμε, μας δώσανε προσωπικά συνχαρητήρια, εγκομίσαν τις συνθέσεις μας, αλλά ντάξει μωρε, θα μπορούσατε και να μπλαμπλαμπλα και ο ήχος σας μπλαμπλαμπλα και μπλαμπλαμπλα γάμησέτα. Όλοι έχουνε άποψη για όλα σήμερα. Αλλά δεν φταίνε αυτοί. Τους δίνουνε αέρα με τόσες μαλακίες που τους ταίζουν μέσω τιβίς, ίντερνετ και γενικότερα μέσω αυτού του ατέλειωτου πνευματικού αυνανισμού. Επόμενη στάση, το μπαρ! Ω, θεοί επιτέλους ήρθε η ευλογημένη στιγμή! Ο λόγος που κάθε ρεμάλι πιάνει μια κιθάρα και παίζει μαλακίες με τη μπάντα του.. Όσο ξύδι προλάβεις να πιείς μέχρι το κλείσιμο, και θα σε πληρώσουν κιόλας!
Απο τζάκ πήγα κάιζερ, έκανα μια στάση σε κάτι σφηνάκια τεκίλας, επιβηβάστηκα σε δυο μπουτάρες με αδιάφορα θέματα συζήτησης, ξαναγύρισα τζακ, τζακ, και βγήκα απο πίσω για ένα μπάφο με το Σκαρ, τον Παλιάτσο, και δυο άλλους. Έιχα πλέον κάθε λόγο να είμαι αηδιαστικά, εκνευριστικά χαρούμενος και ερωτευμένος με τον εαυτό μου. Όλα αυτά φούσκωσαν το εγώ μου με ήλιο και αυτό εξφενδονίστηκε στην στρατόσφαιρα, με αποτέλεσμα η διάθεσή μου να μπεί σε τροχιά. Ήτανε τότε που, παίζοντας πάσες με ένα τσιγάρο πίσω απο το μαγαζί, ο Σκαρ μου είπε τι είχε γίνει εκείνη τη γαμημένη νύχτα. Εκείνη τη νύχτα που, όπως και σ' ένα τσούρμο άλλες, δεν ήμουν εκεί. Εκείνη τη νύχτα, της οποίας η τελευταία εικόνα που συγκρατώ είναι ένα πιάτο, ένα καλαμάκι και μια μικρή, λευκή γραμμή.


“Μέσα στο πάρτυ έκανες σα μαλάκας, μόλις βγήκες απ’ το δωμάτιο άρχισες να φωνάζεις ότι να ναι και να αγγαλιάζεις τους πάντες. Μετά πήρες ένα μπουκάλι κρασί και πήγες να τους ποτήσεις, κατέληξες να το χύνεις στις μπλούζες τους, όλη την ώρα γελώντας παρονοικά. Σε αγριοκοιτούσανε μαλάκα ήθελε να σε δείρει όλο το πάρτυ!
Σε κάποια φάση στάθηκες στο μπάρ και κατέβαζες ότι έβλεπες μπροστά σου, μπουκωνόσουνα με σαλάμια και κασέρια και κατέβαζες κρασί με βατ ανακατεμένα. Ο Μάνος περίμενε να κάνεις καμια χοντράδα και σε είχε από κοντά, οπότε όταν άρχισες να πλησιάζεις τη γκόμενά του μ’αυτό το χυδαίο χαμόγελο σε κόλησε στη γωνία και κάτι σου έλεγε, εσύ γελούσες συνεχώς. Τελικά ήρθε και μου είπε να σε πάω σπίτι γιατί δεν σ’αντέχει. Σου είπα ότι πρέπει να φύγουμε, ούτε που με άκουγες αλλά ήρθες μαζί μου.
Σε κατέβασα στο ασανσέρ και πήγαμε στη στάση. Εκεί περιμένανε το λεοφορείο κάτι μαύρες πουτάνες. Μαλάκα στεκόσουνα σκυφτός με τα χέρια να κρέμονται και το στόμα ανοιχτό, ήσουνα πολύ μυστήριος. Μόλις είδες τις πουτάνες άπλωσες τα χέρια και άρχισες να πηγαίνεις προς τα πάνω τους, το βάλανε στα πόδια τα κορίτσια τι να κάνανε!
Μπήκαμε στο λεωφορείο και καθήσαμε δίπλα στην είσοδο. Κάτι τυπάκια καθότανε απέναντί μας και τους αγριοκοιτούσες. Μετά από λίγο σήκωσες αργά το δεξί χέρι και δείχνοντάς τους τους είπες, «Εσυυυ….Αν τα βάλεις μαζί μου θα νοιώσεις την οργή του θεού!» και ενώ έλεγες «του Θεού» σήκωνες το αριστερό χέρι δείχνοντας προς τα πάνω! Τα τυπάκια τρομοκρατηθήκανε και κατέβηκαν, συνέχισες μ’αυτό το τροπάρι με όποιον έμπαινε μέσα.
Δεν σε άντεξα, κατεβήκαμε Αριστοτέλους. Καθόσουνα μπροστά από κάθε ταρίφα και άρχιζες πάλι με την οργή του θεού, τον ένα μετά τον άλλο στη σειρά. Μαλάκα ήσουνα λιώμα, λιώμα. Στον 5ο ταρίφα, όσο ήσουνα ακόμα στο «εσυ..»¨σου κατέβασα το χέρι και σου είπα «όχι Ορφέα». Έπαθες πλάκα!
«Όχι???».
«Όχι».
«Πώς όχι?».
«Όχι».
«…όχι??».
Και άρχισες να κλαψουρίζεις «όχι…όχι..» μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι! Εκεί βρήκαμε τον Νέλο, άρχισες να τσακώνεσαι μαζί του για μαλακίες, έσπαγες μπουκάλια μπροστά του και τον έβριζες. Τα πήρε και σε έριξε σ’ ένα τοίχο, πιαστήκατε, πλακωθήκατε λίγο και πήγε να φύγει. Του φώναζες στις σκάλες «Όχι μη φύγεις σ’αγαπάω αλήθεια!» και ξαναγύρισε αλλά πήγες πάλι να ξεκινήσεις τσαμπουκά και έφυγε για τα καλά. Μετά έπεσες στο κρεβάτι και κοιμήθηκες.
Μαλάκα δεν είσαι καλά, ψάχτο!”

“Τι να ψάξω ρε Σκαρ, εδώ με βρήκε αυτό.”
Γελάσαμε, τι να κάναμε. Θέλει χιούμορ η παράνοια.
“Τουλάχιστον έχασα τίποτα καλό?”.
“Δέκα λεπτά μετά που έφυγες ο Μάνος έδιωξε τη γκόμενά του και έφερε κάτι μαύρες πουτάνες.”

Διάολε. 
Τι να πεις.
Κάνε τουμπεκί, ψιλόκοψέτο και πάνε να πιείς κάνα τζακ.
“Καταπληκτικά.” είπα, και πήγα να πιώ κάνα τζακ.






Και νιώθω την κατάρα της πόλης βαριά πάνω μου. Πλήτω με όλα, ακόμα και με τον ίδιο μου τον εαυτό. Είναι θέμα χρόνου το φευγιό, οπότε κάνω υπομονή. Και πίνω, πίνω τα κέρατά μου, κατεβάζω ότι πέσει στα χέρια μου, να μπορέσω να επιπλεύσω λίγο ακόμα σ'αυτή την ευλογημένη άγνοια ξέροντας οτι πολύ σύντομα θα πέσω και θα σπάσω τα δόντια μου στον πάτο της σκληρή πραγματικότητα. Αλλά έτσι είναι οι ουσίες. Ένας εφιάλτης που ξες πως θα τελειώσει αλλά κάνεις ότι περνά απο το χέρι σου για να κρατήσει λίγο ακόμα.
Και ακόμα περιφέρομαι στους δρόμους και στα καταγώγεια της βρώμικης πόλης σαν φάντασμα, ψάχνοντας τη φρίκη και το τίποτα. Γίνομαι άλλος ανάλογα τι πίνω, και σε τι ποσότητα, ελίσσομαι να φάω τις σφαίρες στο ψαχνό. Πάντα κάποιος άλλος, πάντα ο ίδιος μαλάκας. Χα! Ανοίγω μοιρολατρικά μια Βεργίνα και παίρνω το δρόμο για το σπίτι παρέα με το χυδαίο μου χαμόγελο.

2 σχόλια: