Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Καλούμπα, ξανά.

καλούμπα θηλυκό (& καλούμα)
 βενετική caloma caluma < (υστερολατινική) *calauma < *chalagma < ελληνιστική κοινή χάλασμα (=χαλάρωμα) < χαλάω χαλῶ(αντιδάνειο)

1. κουβάρι από σπάγγο για το πέταγμα του χαρταετού την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας

αμόλα καλούμπα!: προτροπή για συνέχιση: άσε τα πράγματα να κυλήσουν·
κι επίσης: μην μένεις στάσιμος, προχώρα...




Οι μπύρες ήταν κρύες, η μουσική δυνατή και ο κόσμος χαχανιστός αλλά μια ασήκωτη ατμόσφαιρα FAIL πλανιώταν στο χώρο. Επόμενο βέβαια αφού αφήσαμε το Μούλο να οργανώσει τα πάντα. Ο Βλαξ έκοψε και αφισάκι που έγραφε “Fatality Party, στο γνωστό Μπουρδελάκι” με ένα σκελετό για φόντο και δίπλα μια καθυστερημένη λίστα με τις μουσικές που θα έπαιζε.

 Φακ ρε μαλάκα,
 φακ.

Το underground πάρτυ δε χρειάζεται αφίσα, μαθαίνεται απο στόμα σε στόμα. Tο πετάς εκεί έξω και αφήνεις το Self Admiration Society να κάνει τη δουλειά του. Αφήνεις το μυστήριο να αναπτυχθεί και να σαρώσει την πόλη, το αφισάκι απομυθοποίησε τα πάντα. Το Μπουρδελάκι έγινε εκκλησία και το “fatality party” έγινε tea party, και έτσι άδοξα η τελευταία φιέστα είχε 20 άτομα στις 3.
Βαριόμουνα θανάσιμα, μαλάκα πως βαριόμουνα! Αν δεν έπινα τσάμπα μπύρες θα τα 'χα βροντήξει και θα την έκανα πολύ ώρα πριν, μα τι να κάνεις? Τσέπη άδεια, ούτε τσιγάρα, σκάσε και πίνε. Πες και καμιά χαζομάρα να σε κεράσουν κάνα μπάφο, γνώρισε καμιά δεκαριά τύπους, βάλες μπρός τις γνωστές σου ρουτινιάρικες πίπες ..“-φοιτητές παιδιά? -ναι -σώπα, που? -στο ΤΕΙ -...και εσύ ρε φίλε, και γω, -πώωωω καύλα, χύνω!” και “εγώ που με βλέπεις φίλε είμαι μουσικός και παίζω παραδοσιακή Αιβαλιώτικη τζαζ” και “η πόλη είναι εντάξει, τα άτομα είναι για το μπούτσο”, και έτσι αβέρτα, ώρες ολόκληρες μέχρι το ξημέρωμα.

Κατά τις τεσσεράμιση ο κόσμος είχε σπάσει εντελώς. Εκτός απ' τους δικούς μου, σε ολόκληρο το κτήριο ύπηρχαν το πολύ άλλα 5 άτομα. Έχοντας χάσει πλέον κάθε ελπίδα για συνταρακτικές αλλαγές στο σενάριο και twist που σου κόβουν την ανάσα, έκατσα δίπλα στο ψυγείο και με άφησα να πίνω μπύρες μέχρι να λυποθυμήσω.

Και τότε την είδα.

Ήταν μαζί με ένα τύπο που την κυνηγούσε απο γωνιά σε γωνιά και απο τοίχο σε τοίχο, προσπαθώντας να τη στριμώξει και να της πιάσει την κουβέντα. Αέρινη, μακρύ κατσαρό μαλλί, μια μπυράκλα στο χέρι, αποκαλυπτικό μαύρο μπλουζάκι, κωλάρα και ένα βλέμμα που τσακίζει κόκκαλα' αθώο, γλυκό και παιχνιδιάρικο με πολλά υπονοούμενα. Ο τύπος άχαρος, τριχωτός και χοντρός, απ' αυτά τα τυπάκια που σου βγάζουν ένα meh. και τίποτα παραπάνω.

Συνέχιζα να πίνω και να τους χαζεύω για κάνα δεκάλεπτο. Πότε βγαίναν έξω, πότε μπαίναν μέσα, ίδια ιστορία συνεχώς. Πραγματικά δεν πέρασε απ' το μυαλό μου να κάνω κίνηση, ούτε καν καγκουριά του τύπου “φίλε η κοπέλα δεν γουστάρει, μπούλο.”, ήμουν καλά φτιαγμένος και περνούσα κυριλέ παρά τη βαρεμάρα. Όταν όμως ήρθαν προς το μέρος μου και αυτός άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα, άκουσα τον εαυτό μου να της λέει “να σε κεράσω μια μπύρα?”.

Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς τι λέγαμε ούτε για πόση ώρα. Έχω στο μυαλό μου μια πολύ μπερδεμένη κουβέντα κατά την οποία εγώ προσπαθούσα να μαντέψω την οικογενοιακή της κατάσταση βασιζόμενος σε αυτά που ξέρω γιαυτήν, (δηλαδή σε αέρα κοπανιστό), χρησιμοποιόντας κανόνες ψυχολογίας, (που δεν ξέρω) αλλά όντας και οι δυο ζάντα, η συζήτηση πρέπει να εξελίχθηκε σε φάση “Σε πηδούσε ο πατέρας σου μωρή, γιαυτό είσαι έτσι!” κι όχι τόσο επιστημονικά και συγκροτημένα όσο την έχω στο μυαλό μου. Άκρη έβγαινε πάντως και το διασκέδαζα πολύ.
Οταν ο τριχωτός ξαναέσκασε μετά απο λίγο στεκόμασταν ακόμα μπροστά στο μπαρ, κάπου τον ξέρω αυτό τον τύπο αλλά μου είναι αδύνατον να θυμηθώ απο που..,, όταν την είδε δίπλα μου έσκασε η μάπα του. Ήρθε εκεί μπροστά, κάτι πήγε να πει, “όλα καλά φίλε?” λέω, δεν είπε τίποτα, αντ' αυτού έκανε να μου γαργαλήσει το πηγούνι, του χαμογέλασα επικίνδυνατο μετάνιωσε, γύρισε πλάτη και ξανακατέβηκε τη σκάλα, στο καλό και προσοχή στο δρόμο κούκλε.

Σε κάποια φάση και εντελώς στο άκυρο η τύπισα μου λέει θα πάει για τσιγάρα, θέλω τίποτα? 'Ένα καρελάκι, ευχαριστώ, και κατεβαίνει τις σκάλες. Κόζαρα το κωλαράκι της να κουνιέται και σκεφτόμουνα,πάει & αυτή, να και ένα κωλαράκι που δεν θα ξαναδώ ποτέ,........ κρίμα, και άπλωσα το κωλόχερο στο ψυγείο και πήρα μια μπύρα ακόμα. Το βλέμμα του “μπαρμαν” βαρύ και επικριτικό,.... η μπαρούφα εκτοξεύεται σχεδόν απο μόνη της, “μην ανησυχείς φίλε, τις μετράω, όταν τά 'χω θα στα δώσω” και ακόμα του τα δίνω.

Όταν το κορίτσι έσκασε δίπλα μου με ένα καρελάκι στα χέρια δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου,..... δεν της έδωσα καν φράγκα, μαλάκα δες εδώ,! η γκόμενα πήγε και μου πήρε τσιγάρα. Την έκραξα βέβαια,, γιατί μου πήρε το μαλακό, αυτό το γκει,, ντεμέκ,, συλλεκτικό μπλε πακέτο που μοιάζει με τουριστικό οδηγό, .και. στα καπάκια βγήκα στο μπαλκόνι και άρχισα να κερνάω τους πάντες τσιγάρα, ακόμα και αυτούς που δεν καπνίζουν φωνάζοντας “μαλάκα μια γκόμενα πήγε και μου πήρε πακέτο!”, "δεν καπνίζω ρε φίλε", "θα πάρεις ρε μουνί!", σαν παιδάκι που το κέρασαν γαριδάκια, και όταν μετά απο 5 λεπτά το πακέτο άδειασε τα ζητούσα πίσω, αντίστροφη ζητιανιά?

Πίναμε και αερολογούσαμε ώρες και ώρες, τι σκατά μπορεί να λέγαμε,... μάλλον απλά τη λέγαμε ο ένας στον άλλο. Κάποτε η νύχτα άρχισε να σπάει και ήμασταν οι τελευταίοι έξω. Ήθελε να φύγει και γκρίνιαζε πως κρύωνε οπότε της έδωσα το μπουκάμισό μου, το οποίο βάφτισε κατευθείαν δικό της και δεν έλεγε να το βγάλει με τίποτα (και ακόμα το έχει). Μιρλιζε πως δεν ένιωθε καλά και όλο έκανε να ξεράσει, δεν πας πουθενά, τώρα πίνουμε, κι όλο την τραβούσα και την έπιανα και της έκλεινα το δρόμο και την πόρτα, μέχρι που κουράστηκα και την πήγα στο διπλανό μπαλκόνι να τα βγάλει.
Την έκατσα στην πολυθρόνα (ναι, η διπλανή ταράτσα είχι πολυθρόνες και σαβούρα που παρκάραμε εκεί για το πάρτυ, ότι μαλακία μπορείς να φανταστείς, κλασική γαμιστρόνα για τα τελευταία 10 πάρτυ, πολύ καλή φάση) που  και της έδωσα ένα μικρό κίτρινο πλαστικό κάδο απ' αυτούς που έχουν στα δωμάτιά τους τα πιτσιρίκια. Μου λέει, βρωμάει κατρουλιό. Ε και? Να τον ξεράσεις θες μρρή, όχι να πιείς τον καφέ σου, τι σε νοιάζει, άντε βγάλτα.

Είχαμε κάνα πεντάλεπτο έτσι,.. δεν το 'χε με τίποτα και έχανα την υπομονή μου. Τη βούτηξα απ' το μαλλί και της έχωσα δυο δάχτυλα στο λαρύγγι,.. μηδενικό γκάγκ ριφλέξ.., εδώ είμαστε, .άρχισε να βγάζει την αηδία της και επωφελήθηκα τη στιγμή για να βγάλω έξω το πουλί μου,... έτσι, ένα τσιμπουκάκι μετά το ξερατό για να νιώσει καλύτερα. Μόλις άνοιξε τα μάτια και είδε τον κοκκαλιασμένο παλιάτσο να παίζει χαχόλικα το μισοσηκωμένο του πουλί ξενέρωσε τη ζωή της. Με διαολόστειλε και πήγε να φύγει τρέχοντας αλλά την έπιασα μπροστά στην πόρτα και της είπα χυδαία “Αφού στο τέλος το ξέρεις οτι θα μου κάτσεις, γιατί μου το παίζεις δύσκολη? Τέτοια είσαι και τέτοια κάνεις.". Κοντοστάθηκε, δεν με κοίταξε καν. Έβγαλε αργά το μπουκάμισο και μου το έδωσε.

Ωχ, το 'καψα?

 Σκατά, το 'καψα...  
                                  Τι να κάνεις.... 
Απλά της άνοιξα το δρόμο και την άφησα να φύγει.

Ήμουνα σίγουρος πως τα σκάτωσα για τα καλά, πως δεν υπήρχε περίπτωση να το σώσω ούτε να την ξαναδώ, αλλά ήμουν επίσις κουρούμπελο και οι νόμοι της λογικής και του σύμπαντος λύγισαν κάτω απ' το βάρος του χάους. Κρεμαστηκα στο μπαλκόνι ακριβώς τη στιγμή που πήγε να στρίψει στην γωνία και να χαθεί μια για πάντα. “Στάσου!” της φώναξα, "Μύγδαλα!"

 γύρισε.

“Το μπουκάμισό μου ΤΩΡΑ!”, φώναξε όλο τσαμπουκά κουνώντας το χέρι. Καύλα. Το 'βγαλα και της το πέταξα φωνάζοντας “Δικό σου μωρή καριόλα!”.

Η μαλακία όμως δεν έφτασε ποτέ κάτω γιατί πιάστηκε στα καλώδια της ΔΕΗ, και έμεινα εκεί να κοιτάω σα μαλάκας,, μια το κορίτσι που έχει λυθεί στα γέλια και μια το μπουκάμισο που έχει δεθεί στα σύρματα.

Το κορίτσι όμως δεν έφευγε.

 Με κοιτούσε και γελούσε, και ήταν τόσο όμορφη, και το γέλιο της ήταν σαν παιδικό, και ήμασταν και οι δυο τόσο χαζοί και μεθυσμένοι, και άρχισα να γελάω και γω.

“Κατεβαίνω!” της είπα, πήδηξα τα σκαλιά πέντε πέντε, βγήκα απ' την πόρτα και τη βρήκα καθισμένη στο παγκάκι να στρίβει τσιγάρο και να γελάει ακόμα.

Μόλις είχε ξημερώσει και ο πρωινός ήλιος έκανε τα πάντα να αστράφτουν. Με κοίταζε μ'αυτό το μπουρδελιάρικο βλέμμα της.
 Διάολε, αυτό το βλέμμα της, θα 'κανε παπά να φάει το πετραχείλι του.

“Πάμε?” μου είπε, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατάλαβα πως έχω μπλέξει πάρα, πάρα πολύ άσχημα.

Φοράω χαμόγελο, ανάβω τσιγάρο.

“Πάμε.”, και πήγαμε.